Ένα κλειστό σακούλι, μια ανοιχτή πληγή

του Ανδρέα Δ. Συμεού

Οι τέσσερις μαυροντυμένες φιγούρες, δυο άντρες και δυο γυναίκες, μπήκαν αμίλητες στη νεκρή ζώνη μεταξύ της ελεύθερης και της κατεχόμενης περιοχής της Κύπρου, εκεί όπου κάποτε λειτουργούσε το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Έφτασαν μπροστά σε εκείνο το φριχτό κτίριο, πέρασαν δίπλα από τη μεγάλη αίθουσα, όπου αμέτρητα ανθρώπινα οστά ήταν ταξινομημένα πάνω σε μακρόστενα τραπέζια και μπήκαν στο γραφείο της υπεύθυνης. Εκεί, ο μεγαλύτερος από τους δύο άντρες, γύρω στα εβδομηνταπέντε, υπόγραψε κάτι χαρτιά και παρέλαβε ένα κλειστό σακούλι.

Η θλιβερή πομπή επέστρεψε στην έξοδο του κτιρίου και οι τέσσερις φιγούρες μπήκαν, πάντα αμίλητες, στο αυτοκίνητο. Ο νεότερος άντρας κάθισε στο τιμόνι και ο μεγαλύτερος στη θέση του συνοδηγού, κρατώντας σφιχτά το σακούλι πάνω στα γόνατά του. Οι δυο κοπέλες κάθισαν στα πίσω καθίσματα. Μόλις ο οδηγός έβαλε μπροστά, η μια από αυτές ξέσπασε σ’ ένα γοερό κλάμα. Δευτερόλεπτα μετά ακολούθησε η δεύτερη, ενώ οι δύο άντρες προσπαθούσαν μάταια να συγκρατήσουν τα δικά τους δάκρυα. Ο βουβός θρήνος συνεχίστηκε για αρκετή ώρα και καταλάγιασε, μόνο όταν χόρτασε ο πόνος και στέρεψαν τα δάκρυα.

Μετά από δυο ώρες διαδρομή, οι τέσσερις ταξιδιώτες έφτασαν σ’ ένα ορεινό χωριό της Πάφου και το αυτοκίνητο στάθμευσε έξω από ένα παλιό σπίτι, όπου τους περίμεναν μαυροφορημένοι άνδρες και γυναίκες. Το σακούλι τοποθετήθηκε σε ένα τραπέζι στη μέση του μακριναριού, όπου βρισκόταν η φωτογραφία ενός νέου άνδρα είκοσι χρόνων με στρατιωτικά ρούχα, μ’ ένα καντήλι να καίει δίπλα της. Οι παριστάμενοι δεν μιλούσαν πολύ. Κάποιοι σχολίαζαν πως η σκόνη που περιείχε το σακούλι ήταν ελάχιστη, κάποιοι ρωτούσαν πότε θα γίνει η κηδεία. Οι περισσότεροι περνούσαν απλά μπροστά από το μικρό τραπέζι, έβγαζαν τον σταυρό τους και φιλούσαν ή χάιδευαν τη φωτογραφία.

Σύντομα η σύναξη διαλύθηκε. Έμειναν μόνο οι τέσσερις άνθρωποι. Ο αδελφός του, ο μεγαλύτερος από τους δύο άντρες, ο επ’ αδελφή γαμπρός του, η αδελφή του και η επ’ αδελφώ νύφη του. Έμειναν να κουβεντιάζουν σιγανά μέχρι αργά και να λένε ιστορίες  πενήντα και παραπάνω χρόνων με πρωταγωνιστή τον νεαρό άντρα που είχα χαθεί πρόσκαιρα. Αποκαμωμένοι, κάποια στιγμή, αποκοιμήθηκαν.

Το πρωί πρώτη ξύπνησε η αδελφή του στρατιώτη. Μια άσχημη έκπληξη την περίμενε! Όταν μπήκε στο μακρινάρι, για να ελέγξει αν το καντήλι έκαιγε ακόμα, διαπίστωσε πως το σακούλι δεν ήταν εκεί! Τρομαγμένη ξύπνησε τους υπόλοιπους και όλοι μαζί άρχισαν να ερευνούν όλο το σπίτι, για να το εντοπίσουν. Μάταια!

Ο μεγάλος αδελφός κατήγγειλε την εξαφάνιση στην Αστυνομία, η οποία έκαμε τις δικές της έρευνες μάταια και πάλιν. Το μόνο που απέμενε στους συγγενείς τού στρατιώτη, ήταν να γίνει ένα τάμα στον Άγιο Φανούριο, που μπορούσε, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, να φανερώσει όλα τα χαμένα.

Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί –ούτε κι ο Άγιος Φανούριος– πού βρισκόταν το  σακούλι με τα οστά του στρατιώτη.

Την ίδια ώρα, η Μαρία, μια γυναίκα εβδομήντα χρόνων, καθισμένη σε μια μεγάλη πέτρα, κάτω από μια βελανιδιά, είχε αποθέσει το σακούλι στην ποδιά της και είχε πιάσει κουβέντα μαζί του. Βρισκόταν πολύ μακριά από τον τόπο της έρευνας, στην κορυφή ενός λόφου που δέσποζε πάνω απ’ το χωριό. Εκεί ήσαν κάποτε τ’ αλώνια, όπου οι γεωργοί αλώνιζαν τα δημητριακά τους. Εκεί βρίσκεται και το ντεπόζιτο που τροφοδοτεί με νερό ολόκληρο το χωριό.

Ήταν πρωί, αυγούλα.

«Είδες Νικόλα μου πώς τους την κατάφερα; Θυμάσαι εκείνη την πίσω πόρτα που έβγαινες κρυφά τα βράδια για να σμίξουμε; Δεν έχει ούτε σύρτη ούτε κλειδωνιά. Εξάλλου, από τον καιρό που πέθαναν οι γονείς σου, το σπίτι είναι ακατοίκητο και σε κακά χάλια. Την έσπρωξα, μπήκα και σε πήρα. Θυμάσαι που μου ’λεγες θα σε κλέψω; Δεν πρόλαβες. Έτσι αποφάσισα να σε κλέψω εγώ! Για να κουβεντιάσουμε όπως τότε. Κρυφά, όπως τότε. Στο ίδιο μέρος, όπως τότε. Κάτω από τη βελανιδιά μας.

Στο ίδιο μέρος που ανταλλάξαμε το πρώτο μας φιλί. Θυμάσαι Νικόλα; Στην αρχή αντιστάθηκα, έτσι όπως κάνουν όλες οι κοπέλες από τα παλιά χρόνια. Όταν το δοκίμασα, είχε μια τέτοια γλύκα που λύγισα. Κι ύστερα ήθελα κι άλλο κι άλλο… Και δεν σε χόρταινα. Ύστερα μου χάιδεψες τα στήθη και τους γλουτούς. Ένιωσα πολύ όμορφα, όμως σου είπα όχι τώρα Νικόλα μου κι εσύ σταμάτησες. Μέχρι που ένα βράδυ… θυμάσαι; Ήταν τη μέρα που παντρεύτηκε ο Κωστής με την Αθηνά. Ήταν καλεσμένο όλο το χωριό. Φάγαμε, χορέψαμε, ήπιαμε και λίγο κρασί, ίσως λίγο παραπάνω. Το βράδυ δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Όταν άκουσα το χτύπημα στο παράθυρο, πετάχτηκα, ντύθηκα, βγήκα κι έπεσα στην αγκαλιά σου. Μου έδωσες ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Με έφερες εδώ. Ήταν πανσέληνος. Δεν ακούγονταν παρά κάποια νυχτοπούλια, μακρινά γαυγίσματα σκύλων και το νερό που έτρεχε μέσα στο ντεπόζιτο. Ξαπλώσαμε πάνω στο χώμα και για πρώτη φορά κάναμε έρωτα. Κρατούσα το τριαντάφυλλο σφιχτά στο χέρι μου, την ώρα που ενώνονταν ο πόνος με την ηδονή.

Στον ίδιο τόπο, από εκείνο το βράδυ και μετά, πολύ συχνά ξαπλώναμε στο χώμα, κάτω από τ’ άστρα και πάντα, την ώρα που σμίγαμε, κρατούσα στο χέρι μου το κόκκινο τριαντάφυλλο που μου έφερνες.

Η δεύτερη φορά ήταν καλύτερη, η τρίτη ονειρεμένη…  

Εδώ, κάτω από τη βελανιδιά μας, σε είδα για τελευταία φορά. Θυμάσαι Νικόλα; Ήταν δυο μέρες πριν καταταγείς στον στρατό. Καθίσαμε πάνω σε αυτό τον βράχο και κουβεντιάζαμε μέχρι που έδυσε ο ήλιος. Θυμάσαι τι μου έλεγες; Να κάμω λίγη υπομονή ακόμα, λίγους μήνες μόνο. Μόλις τελειώσεις τη θητεία σου θα αρραβωνιαστούμε. Θα νοικιάσουμε διαμέρισμα στην Αθήνα για τις σπουδές μας. Εσύ αρχιτεκτονική στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, εγώ φιλολογικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μου ’λεγες ακόμα ότι το πρώτο σου αρχιτεκτονικό σχέδιο, μετά τις σπουδές σου, θα ήταν για το σπίτι που θα χτίζαμε στην Πάφο. Στο οικόπεδο που μου αγόρασε ο πατέρας μου σαν προίκα. Πόσα βάσανα τράβηξε ο μακαρίτης για να το αγοράσει! Φύλαγε φασούλι φασούλι τα εισοδήματα από τα σταφύλια, τα αμύγδαλα, τις ελιές, το λάδι, το στάρι, τα χαλούμια. Πούλησε κι ένα χωράφι στο Κάτω Χωριό. Με τη μάνα μου στερήθηκαν τα πάντα, για να με σπουδάσουν και να με προικίσουν.

Όμως και οι γονείς σου δούλεψαν σκληρά. Ήθελαν να σπουδάσουν και τα τρία παιδιά τους. Για τα δυο τα κατάφεραν. Για τον τρίτο ο Χάρος είχε άλλα σχέδια! Έστειλε ένα βλήμα όλμου, εκείνο το καταραμένο καλοκαίρι, και σε έκαμε κομματάκια. Το είπαν κάποιοι που ήσαν κοντά. Το βλήμα πέρασε δίπλα τους και καρφώθηκε στο κορμί σου. Ξέρεις, Νικόλα μου, είναι ένα ερώτημα που με απασχολεί συχνά. Με ποια κριτήρια αποφασίζει ο θάνατος ποιανού ήρθε η σειρά; Και, από την άλλη, ποιοι θα ζήσουν μέχρι τα βαθιά γεράματα, θα κάμουν παιδιά και εγγόνια και θα γνωρίσουν όλες τις χαρές (μα και όλες βέβαια τις πίκρες) της ζωής;

Εγώ πάλι νομίζω πως δεν φταίει μόνο ο Άδης. Μήπως αυτός είναι που σε έντυσε στο χακί, σου έδωσε ένα όπλο στο χέρι, έφερε τους Τούρκους και σε έστειλε στην πρώτη γραμμή; Αυτός είναι που σου είπε πρέπει να σκοτώσεις ή να σκοτωθείς, αυτό είναι το πατριωτικό σου καθήκον; Όχι βέβαια! Μήπως ήταν αυτός που είπε τις ίδιες ακριβώς κουβέντες στον Τούρκο απέναντι;

Βλέπεις εκείνες τις ελιές; Θυμάσαι που βοήθησες τον πατέρα σου να τις φυτέψει; Ήταν λίγο πριν την εισβολή. Δεν πρόλαβες να τις δεις να καρποφορούν. Κοίτα πόσο μεγάλωσαν! Έγιναν θεόρατες. Μόνο που κανένας πια δεν τις τρυγά. Οι γονείς σου έφυγαν εδώ και χρόνια. Τα χωράφια, τα αμπέλια, το σπίτι, κοντεύουν να ερημώσουν. Τ’ αδέλφια σου ζούνε στην πόλη. Έρχονται στο χωριό αραιά και πού. Όπως καλή ώρα χθες, που ήρθαν για να φέρουν τα κόκαλά σου, που ταυτοποιήθηκαν πριν λίγες μέρες, μετά από πενήντα χρόνια.

Πενήντα χρόνια η καρδιά μου είναι μια ανοιχτή πληγή! Και ξέρεις κάτι; Τα πρώτα χρόνια σε περίμενα. Το ένστικτό μου μου έλεγε ο Νικόλας ζει. Άκουγα ιστορίες για αιχμαλώτους στα μπουντρούμια της Ανατολίας. Έλεγα τα πράματα θα ησυχάσουν, θα βρεθεί μια λύση, θα τους αφήσουν ελεύθερους. Στην Αθήνα έβλεπα τις συμφοιτήτριές μου να βγαίνουν με νεαρούς, να διασκεδάζουν και δεν με ένοιαζε. Αλήθεια σου λέω! Έλεγα υπομονή Μαρία, τώρα έχουν προτεραιότητα οι σπουδές. Άμα βρεθεί ο Νικόλας, θα έχεις καιρό για διασκεδάσεις.

Τα χρόνια πέρασαν, τέλειωσα τις σπουδές μου, γύρισα στην Κύπρο. Όμως, εσύ δεν γύρισες. Άρχισα να ανησυχώ. Κάποιοι επέμεναν: «Δεν υπάρχουν ζώντες αγνοούμενοι». Οι γονείς μου με πίεζαν να σε ξεχάσω. Τρεις φορές κάποιοι γνωστοί μού έστειλαν προξενιά. Τρεις φορές είπα όχι. Ούτε μπήκα στον κόπο να γνωρίσω τους μνηστήρες. Έτσι Νικόλα μου δεν παντρεύτηκα ποτέ, ούτε έκαμα παιδιά.

Δεν παραπονιέμαι. Καλά πέρασα, καλά είμαι. Διορίστηκα στην εκπαίδευση στα εικοσιπέντε μου μ’ έναν καλό μισθό. Αγόρασα αυτοκίνητο. Ξέρεις, τα αυτοκίνητα δεν είναι πια όπως παλιά. Είναι αυτόματα μ’ ένα σωρό ηλεκτρονικά συστήματα. Με GPS που σε κατευθύνουν να πας άνετα στον προορισμό σου. Αγόρασα διαμέρισμα. Το εξόπλισα με όλα τα αναγκαία για μια άνετη ζωή. Έχω και έξυπνο κινητό τηλέφωνο. Θυμάσαι τότε; Είχαμε ένα τηλέφωνο στην πλατεία του χωριού. Τώρα μ’ ένα πάτημα του κουμπιού σε παίρνει στην άκρη της γης. Και για ό,τι το ρωτήσεις, εκείνο ξέρει τις απαντήσεις. Μόνο όταν το ρώτησα γιατί σκοτώθηκες νωρίς, δεν ήξερε τι να μου πει…

Είναι απίστευτο πόσα πράγματα έχουν αλλάξει στα πενήντα χρόνια που λείπεις. Η Κύπρος –αυτή που μας έμεινε– γέμισε ξενοδοχεία, πολυκατοικίες, καζίνο, αυτοκινητόδρομους, υδατοφράχτες, πάρκα, σκυβαλότοπους. Ξέρεις, τώρα είμαστε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από εκεί έρχονται πολλά λεφτά. Πήρε αρκετά και το Κοινοτικό Συμβούλιο στο χωριό μας και… Θυμάσαι την πλατεία της εκκλησιάς; Έχουν γίνει εκεί πλακόστρωτα, ανθώνες, ένα μικρό αμφιθέατρο για παραστάσεις. Έστησαν και δυο προτομές των ηρώων της κοινότητας. Φαντάζομαι θα σου φτιάξουν και σένα μια προτομή, αφού τώρα που σε βρήκαν από αγνοούμενος θα γίνεις ήρωας. Από την πλατεία θα παρακολουθείς την κίνηση, τους τουρίστες, θα ακούεις τις κουβέντες των θαμώνων της πλατείας, θα βλέπεις τα παιδάκια να παίζουν… Ξέρω όμως, ότι εκεί που βρίσκεσαι, ούτε βλέπεις ούτε ακούς. Και η προτομή σου δεν θα είναι παρά ένα κομμάτι πέτρα ή μέταλλο, χωρίς ψυχή, χωρίς αισθήματα, χωρίς αισθήσεις.

Πέθανε, λέει, νέος και ωραίος. Βρίσκεται πια στο πάνθεο των ηρώων. Οι γονείς του πρέπει να είναι περήφανοι που το παιδί τους σκοτώθηκε για την πατρίδα.

Όλα αυτά είναι ανοησίες Νικόλα μου. Αν είχα εγώ παιδί δεν θα το χάριζα σε κανέναν! Αν είχα εγώ παιδί, θα το ανάτρεφα με του πουλιού το γάλα. Να μεγαλώσει με υγεία, να μάθει γράμματα, να ερωτευτεί, να κάμει δικά του παιδιά κι εγγόνια, να φανεί χρήσιμος στην κοινωνία, να αφήσει το στίγμα του στη γη και τότε μόνο να φύγει. Εκτός κι αν ο Χάρος άλλα έχει κατά νουν. Ο Χάρος, όχι οι άνθρωποι».

Σταυροκοπήθηκε η Μαρία και σκούπισε ένα δάκρυ που κυλούσε στο μάγουλό της. Σηκώθηκε, «τα ’παμε τώρα, ώρα να πηγαίνουμε, βραδιάζει»…

Το άλλο πρωί το σακούλι βρέθηκε στη θέση του. Στο τραπέζι στη μέση του μακριναριού. Οι συγγενείς δόξασαν τον Άγιο Φανούριο για το θαύμα του! ΄Επειτα από λίγες μέρες έγινε η κηδεία.

Όταν όλοι έφυγαν, μια μαύρη φιγούρα πλησίασε τον νιοσκαμμένο τάφο κι απόθεσε επάνω του ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.

Εγγραφή Newsletter

Εγγραφείτε και λάβετε πρώτοι ειδοποιήσεις και προσκλήσεις για τις πολιτιστικές μας εκδηλώσεις, για τις νέες εκδόσεις βιβλίων μας αλλά και για τις προσφορές μας σε νέα και μεταχειρισμένα βιβλία…

Δεν στέλνουμε spam! Διαβάστε την πολιτική απορρήτου Πολιτική Απορρήτου μας για περισσότερες λεπτομέρειες.

Σχόλια (0)


Αφήστε μια απάντηση

Τώρα 15% έκπτωση σε όλες τις παραγγελίες και 2,50€ μεταφορικά!

Απόρριψη

0:00
0:00