
Η τέχνη του λόγου της μυθοπλασίας
της Καρυτινού Μαρίας
Καθημερινά διαβάζουμε ποικίλα άρθρα για τη γονιμότητα της τέχνης, που δεν ρέει ποτέ πέρα ή έξω από μας, καθώς αυτή αναπαριστά και μιμείται τη ζωή. Ο λόγος του καλλιτέχνη, του μυθοπλάστη, ως βαθύριζο δέντρο, σπεύδει ενάντια στη λαίλαπα του χρόνου, για να γεννήσει μακρόζωα πνευματικά έργα προορισμένα να κερδίσουν την πεμπτουσία της αλήθειας, την αθανασία.
Η γλώσσα και ιδίως αυτή της λογοτεχνίας πετυχαίνει να είναι μια δημιουργικά πολύμορφη δύναμη που αναδύει τις σκέψεις, συνοδευόμενη από φραστικά γενναία ποιήματα που κεντρίζουν τους υψηλούς στοχασμούς, καλλιεργώντας την ψυχή και τα ευγενή πάθη. Αν ο λογοτέχνης είναι σοφός τότε και τα έργα του θα είναι σοφά και δίκαια, που με τη σφραγίδα της γλώσσας του ελευθερώνονται από την ορφάνια και τη θλίψη, τη σκιά της ερημιάς και το άδοξο, εγείροντας αιώνιες αξίες, διανοήματα από το πνεύμα του παρελθόντος, ώστε να ζωντανέψει ένας μύθος που ακροβατεί στο μεταίχμιο του υλικού και του πνευματικού κόσμου. Ο λογοτεχνικός μύθος συγκρούεται με το κακό, προβάλλοντας αφανείς αλήθειες. Έτσι, ανασύρονται από τα βάθη των χρόνων ίχνη που σβήστηκαν με την επικράτηση της τεχνολογίας και του υλιστικού ορθολογισμού.
Οι άνθρωποι σήμερα είναι φτωχοί από λέξεις και ζητιανεύουν τροφή παρμένη από τη λογοτεχνία, την ποίηση, τη φιλοσοφία. Ο ελληνικός γλωσσικός αγώνας ήταν και είναι μακρύς, αλλά στο νου και στη γλώσσα τόσο των λογίων όσο και του απλού λαού, οι λέξεις αποκτούν βάθος, αφού ο τεχνίτης του λόγου πλάθει καινούριες και τις πολιτογραφεί στο αισθητικό λογοτεχνικό στερέωμα, φορτίζοντάς το με εύφορη φαντασία, φωτεινή δημιουργικότητα, καλλιέπεια και λεξηθηριακό ζήλο.
Ο λόγος καθιστά τον ποιητή του μύθου ικανό, να αφηγηθεί με μαστοριά φανταστικά γεγονότα, που διαχέονται από μεγαλόπνοα διδάγματα και ευγενείς στοχασμούς. Στον μύθο, όπως και σε κάθε είδος της λογοτεχνίας, οι λέξεις παρομοιάζονται με καράβι, όπου οι φράσεις ζουν, μεγαλώνουν και μαραίνονται μέσα σ’ αυτό. Γι’ αυτό και οι λέξεις γεννιούνται από την ύπαρξη του συγγραφέα που τις αναφύει από τον χρόνο, εννοιολογικά και αισθητά, κατά τις επιθυμίες του, ταξιδεύοντάς τες μες το συγγραφικό του έργο. Η μοίρα των λέξεων είναι αθάνατη στο νου του, καθώς ο ίδιος επιλέγει την ανάσταση ή την πτώση τους, με βάση τον ρόλο που θα παίξουν στα χείλη των ηρώων του. Οι λέξεις εκλέγονται, αποκρίνονται, υποκρίνονται, οδηγούν στη συκοφαντία, στην καταδίκη, στη δυστυχία, αλλά και στην ανανέωση, στην ευτυχία, στην πνευματική ελευθερία. Οι λέξεις κρύβουν αναμνήσεις, όνειρα που θάφτηκαν, ελπίδες φρούδες, τον αγώνα της επιβίωσης. Οι λέξεις στέφτηκαν με αίμα, για να μην λησμονηθούν και να μην ταφούν οι πράξεις των φανταστικών ηρώων.
Ο λογοτέχνης – μυθοπλάστης θερίζει με το ευγενές δρεπάνι του όχι μόνο την αριστοκρατία των λέξεων, αλλά και τις λαϊκές, δίνοντάς τους σώφρονα δύναμη, ώστε γόνιμα να δοκιμαστούν στο χωράφι των δημιουργημάτων του. Εκεί προσαρμόζονται συνετά και αιθέρια, κληροδοτώντας νοήματα πλούσια, ανεπανάληπτα και αξεπέραστα, επιδιώκοντας να αγγίξουν την ψυχολογία και τα συναισθήματα των αναγνωστών τους.
Η πρόκληση και η πρόσκληση της λογοτεχνικής γραφής προβάλλει όχι μόνο την τέχνη του συγγραφέα στον χώρο του μύθου, αλλά είναι οδοδείκτης της σοφίας του, της έντεχνης διαύγειας του νου του, και ταυτόχρονα είναι δηλωτική της πλαστουργικής του ικανότητας. Η γραφίδα του λογοτέχνη δίνει τη σκυτάλη στις λέξεις, ξεθάβοντάς τες από τη λήθη, αξιοποιώντας τες με το χαρισματικό φως της μαγείας που ωθεί τους δαίμονες στις σκιές, και ως άγκυρα διαλύει τη σιωπή της άγνοιας και της αμάθειας. Οι λέξεις κάθε μύθου κρύβουν τραγούδι, χαρά, πόνο, θάνατο. Μέσα σ’ αυτό το λογοτεχνικό κάδρο, ο μυθοπλάστης κατρακυλά με τη δύναμη των λέξεών του, και ενωμένος μ’ αυτές βουτά στην καρδιά του σύμπαντος έργου του, διασχίζοντας τα λεκτικά επίπεδα χωρίς να επιβραδύνει, θέλοντας να μας παγιδέψει στις πύλες του μύθου του, στον ψυχισμό των ηρώων του, αρνούμενος να εγκαταλείψει το αγνό θεραπευτικό φως που πηγάζει απ’ αυτές. Καθώς γράφει, συντρίβεται, γνωρίζοντας πως η επιστροφή από τη μυθική πτώση θα απαιτήσει τη μέγιστη δύναμή του, μια ελεύθερη πτώση, έχοντας χαρίσει στους πρωταγωνιστές του παράδοξες επιλογές και κρίσεις, επίτευξη στόχων, στέγαση ψυχών.
Για τον μυθοπλάστη, ο μύθος ως ακρογωνιαίος λίθος επιτρέπει στους ήρωές του μια πολύπαθη πορεία, ώστε το πνεύμα τους να κυοφορήσει γενναίες αποφάσεις που μοιραία θα οδηγήσουν σε γενναίες πράξεις. Σε αυτόν τον χωροχρόνο, θνητοί και αθάνατοι δεν κρίνονται σύμφωνα με τα κοινά μέτρα, αλλά από τα φλογισμένα φρονήματά και τη μεγαλοσύνη τους, έχοντας ως βακτηρία τη σοφία, εκεί όπου φωλιάζει το κακό. Μέσα σε αυτό το αδράχτι του σκοτεινού παρελθόντος, τα μυθικά πρόσωπα παλεύουν με πρωτόγονους κινδύνους, άλογες μαγικές δυνάμεις ξεθωριασμένες από τη σκόνη του χρόνου.
Στον χώρο του φανταστικού διακρίνεται ένα σκοτεινό πέπλο, όπου ο συγγραφέας μέσω του λόγου μάς παρασύρει στο αδηφάγο, στο παράδοξο, στο σαγηνευτικό. Η κοιλάδα των λέξεων σαν ψίθυρος μας ξυπνά από τη λήθη, βαθαίνοντας σ’ ένα εντυπωσιακό φινάλε, καθώς κατάρες μετατρέπονται σε ευχές, βασίλεια ανεγείρονται, άγρια ειδύλλια καταρρίπτονται, ενώ ο αναγνώστης σαρώνει τις σελίδες αναζητώντας τη γνώση του άγνωστου. Εδώ οι λέξεις έχουν αλληγορικό, συμβολικό νόημα, μια εσωτερική δύναμη, καθώς η κλωστή των σκέψεων άλλοτε σιωπά και άλλοτε ξεχειλίζει υπεροπτικά, σαν μια λεπίδα συναισθημάτων που εκρήγνυται μέσα από ανερμήνευτα οράματα και την εικόνα ενός μέλλοντος που γλιστρά ακούραστα και απροσχεδίαστα. Το πραγματικό καθίσταται μαρτύριο, αφού η φαντασία κρύβει τη γεύση του θανάτου σαν ένα μυστικό πέρασμα που παλεύει να φέρει στο φως την αλήθεια. Σ’ αυτόν τον μυθικό κόσμο, η πολυπόθητη γαλήνη παρομοιάζεται ως μια χαμένη σκιά, προσμένοντας το γράμμα του λόγου, για να την καταβροχθίσει. Η φανταστική γραφή κυνηγά ανελέητα το κοινό καλό που συγκρούεται με το σκοτεινό, το ερεβώδες, τον ανυποψίαστο για τους πολλούς θανάσιμο κίνδυνο.
Έτσι, συναισθήματα, υψηλές έννοιες, βαθυστόχαστες σκέψεις, πρόσωπα βγαλμένα από το μυστηριώδες, το ονειρικό, το υπερφυσικό ρίχνονται στο «εγώ» του συγγραφέα, για να παλέψουν με το ορατό ή το μη ορατό, για ν’ αγωνιστούν για την ελευθερία και να φθάσουν ακόμη και στον θάνατο. Παρελθόν, παρόν και μέλλον αναμειγνύονται με διάθεση νοσταλγική, με τόνο μελαγχολικό ή ελπιδοφόρο, νικώντας στο τέλος την αρχή. Το υποβλητικό σκηνικό επιβάλλεται με πλήθος εκφραστικών μέσων και λόγο σαρωτικό και χειμαρρώδη, απαιτώντας το αμοιβαίο χειροκρότημα από τους πρωταγωνιστές και τους αναγνώστες.
Στον μυθοπλαστικό λόγο τα πάντα μετρούν, όπως η μουσικότητα των λέξεων, το πομπώδες ύφος, η γνησιότητα του ήθους του συγγραφέα, η παρουσία της υπερβολής, η λιτότητα όταν απαιτείται, ο απομηχανής θεός, η δομή, το μέστωμα της τεχνικής αρτιότητας, η σύσταση των εικόνων, τα χωρικά ή χρονικά μοτίβα, οι εξαντλητικές περιγραφές, το απρόοπτο, το φτερούγισμα στον τόπο του υποσυνείδητου
Ο τεχνίτης του μύθου πετυχαίνει και σφραγίζει τα έργα του με λεπτές πινελιές που βρίθουν ονείρου, πόνου και αλήθειας. Γνωρίζει πως σμιλεύει τη γραφίδα του με επίπονες στιγμές ενθουσιασμού και δυστυχίας. Η πτώση του φανταστικού του κόσμου μπορεί να εγείρει τη θαλπωρή και την αγάπη, το ψύχος ή το μίσος. Οι ήρωές του αποκαλύπτουν θυμηδία, ένταση, λάμψη, βλέμματα που βασανίζουν ή ανακουφίζουν. Εδώ οι εποχές διαδέχονται με σπουδή η μία την άλλη, συμφωνίες αιώνων ανατρέπονται, διαιρημένα βασίλεια συνάπτουν χαμηλόφωνες συμμαχίες, ενώ λησμονημένοι λαοί αναδύονται μέσα από ανοχύρωτα κάστρα.
Ο μυθοπλάστης είναι ένας κατατρεγμένος ήρωας των έργων του, που αρνείται να διαλυθεί καθώς πέφτει στο κενό, αφού συγγράφει λησμονώντας το παρόν, βουτηγμένος σε λέξεις μαγείας, πασχίζοντας να προσπελάσει το πεζό, το καθημερινό και να αγγίξει το ουτοπικό, το δελεαστικό, νιώθοντας την οδύνη σα να βαδίζεις χωρίς προορισμό, αναζητώντας μια σταγόνα αιωνιότητας. Ο μόνος τρόπος, για να σωθεί ο ίδιος και τα μυθικά του πλάσματά, είναι ν’ ανακαλύψει τον χαμένο χρόνο, ν’ αγγίξει τα κρύσταλλα μιας ζηλόφθονης σκέψης, να ριχτεί στο χάος και να επιστρέψει φέροντας το κλειδί της κάθαρσης στους αναγνώστες του. Για τον λόγο αυτό, όταν γράφει, δεν είναι θνητός, αλλά ένας χλευαστής του υλισμού, που ζητά να σβήσει θλιμμένες αναμνήσεις που δηλητηριάζουν την ανθρώπινη ύπαρξή. Το βλέμμα του σκορπά σαν φύλλα γυαλιού που σκίζουν τη σάρκα. Η φωνή του βαθιά, εθιστική μας καλεί να διαβούμε την αψίδα της φαντασίας του, καταρρέοντας στο ανασφαλές, στο διαστροφικό, ώστε να βρούμε καταφύγιο σε σκληρές χαρές και σε ιστορίες που πολλές φορές δεν δίνουν τέλος.
Έτσι, τα δημιουργήματά του άλλοτε μας ωθούν σε συναισθηματικές εξάρσεις και άλλοτε στην εμμονή ή στην απάθεια. Τα πρόσωπα των έργων του ακολουθούν την πορεία που τους χαράζει, θέλοντας να κεντρίσει την προσοχή χάρη στην ψυχογραφία τους, στις περιπέτειες που τους υποβάλλει, στα μοιραία περιστατικά της ζωής τους, καθώς οδηγούνται στη λύτρωση ή στην αιχμαλωσία. Απρόσκλητοι επισκέπτες από το παρελθόν, τους αναγκάζουν να πάρουν ριψοκίνδυνες αποφάσεις, να γίνουν δεσμώτες του εαυτού τους και όσων τους ακολουθούν. Πολλές φορές, καμιά συστάδα σκιάς δεν τους χαρίζει το φως, αφού σκοτεινοί φίλοι τους συντροφεύουν, παγιδεύοντας τις σκέψεις και τις ψυχές τους. Κι αυτοί πορεύονται, λησμονώντας καταγωγή και σπιτικό, αναζητώντας απαντήσεις σε ανύπαρκτες ερωτήσεις και διέξοδο από λαβυρινθώδεις διαδρόμους. Όνειρα και πραγματικότητα στον χώρο της μυθοπλασίας σαγηνεύουν τους πάντες, τυραννώντας τους με εφιάλτες, σκορπώντας την ανάπαυλα του ύπνου και γκρεμίζοντάς τους σε ερείπια από σαπισμένες μνήμες.
Οι πλασματικοί χαρακτήρες του λογοτέχνη υποκύπτουν στις παράλογες επιθυμίες του μύθου του με πείσμα και σοφία, περνώντας πολλές φορές ολόκληρη τη ζωή τους κυνηγώντας ένα ευτυχισμένο τέλος γι’ αυτήν. Οι κινήσεις τους, σημαντικές ή ασήμαντες, είναι τα πιόνια μιας σκακιέρας, όπου η μελωδία απουσιάζει, έχοντας αντικατασταθεί με το ζύγι της σκληρότητας και της απελπισίας. Μέσα σε αυτό το μοτίβο, οι ήρωες ψαχουλεύουν το παρελθόν τους, για να βρουν λίγη δύναμη από τυχερά πετράδια που ξεχάστηκαν σε παλιές προφητείες. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Πειρασμοί αναδύονται, λόγια αλήθειας λέγονται άφοβα, ενώ οι άνθρωποι μαρτυρούν πως διατηρούν ακόμη την πίστη τους σε θεούς και δαίμονες, έχοντας αξιολογήσει την ελπίδα τους απέναντι στη ζωή.
Σχόλια (0)