
ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΗ
Της Αγγελικής Μπομπούλα
Με δυο φίλους καθόταν εκείνη, βράδυ, σε υπαίθρια καφετέρια της
γειτονιάς, στη μικρή πλατεία σύριζα στο παρκάκι. Κι ο ένας κλαιγόταν
ανελέητα για τη μοίρα του, ενώ αντικειμενικά το άμεσο μέλλον του
φάνταζε ευοίωνο. «Πάρε παράδειγμα την Άννα» πετάχτηκε η τρίτη
φίλη. «Είναι πολύ πιο στριμωγμένη από σένα, αλλά-η ψυχή της το
ξέρει- προσπαθεί να πιαστεί από κάποια πράγματα και…»
Δεν την άφησε να τελειώσει την φράση της. Με μια έκδηλη περηφάνια,
η Άννα πετάχτηκε σαν αίλουρος για να βάλει τα πράγματα στη θέση
τους. «Μπορεί να είμαι ιδιαίτερα στριμωγμένη, αλλά φέρω μέσα μου
δύναμη και θετική αύρα. Δεν σκοπεύω να πνιγώ στις φουρτούνες. Δεν
έχετε τίποτα καταλάβει. Δεν ψάχνω απεγνωσμένα να πιαστώ από
κάπου, δεν γυρεύω κάποιο δεκανίκι που θα με βοηθήσει να πορεύομαι.
Η αγαλλίαση, η χαρά, η ομορφιά πηγάζουν από τον πυρήνα μου. Δεν
κάνω προσπάθεια γι αυτό, κι ας χόρευα πολλές φορές επάνω σε
καρφιά. Εξάλλου πρόσφατα αξιώθηκα τη συγκίνηση μιας νίκης. Θα
ήμουν αγνώμων στο σύμπαν».
Δεν γνώριζε αν άρεσε αυτή η απάντησή της. Στη μαυρίλα που με τόση
ευκολία πολλοί κολυμπάνε με κάποια αυταρέσκεια, εναντιωνόταν όλο
της το «είναι», γιατί στο αίμα της κυλούσε ένα άστρο, το άστρο του….
Κάθε χαμόγελο, της χάριζε γιορτή, κάθε σπινθηροβόλο κλείσιμο ματιού,
η λευκή μαχαιριά του κύματος, η λεπτή φέτα χρυσού φεγγαριού
ανάμεσα σε ένα σμήνος από ακακίες. Κι ένα σωρό άλλα…δεν έχει τέλος
ο κατάλογος.
Κάποια στιγμή σταμάτησαν, ή τους διέκοψε ο ερχομός ενός φίλου.
Κι εκείνη, η Άννα σκέφτηκε πως εξαρτάται που εστιάζει κανείς. Στο φως
ή το σκοτάδι. Αν έχει καλλιεργήσει έναν ιδιωτικό χώρο εντός του, έναν
εσωτερικό κήπο, όπου μικρά και μεγάλα θαύματα μπορεί να ανθίσουν.
Και θα έμενε για πάντα-για πάντα;-ανυποψίαστη για τον κυρίαρχο
τρόπο σκέψης που τοποθετεί ανθρώπους και διαθέσεις σε
ετοιμοπαράδοτα κουτάκια ερμηνειών και παρερμηνειών.
«Μήπως όμως δεν είμαι τελικά εγώ η ανυποψίαστη;» αναρωτήθηκε
καθώς βάθαινε η νύχτα.