
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Της Ιωάννας Ρίνη

Λυπάμαι που έχω τόσο καιρό να σε επισκεφτώ. Μοιάζει σα να σε θεωρώ υπαίτιο για όσα έγιναν, αλλά δεν είσαι. Εσύ μόνο χαρές μας χάρισες. Τα μυστικά που κρύβεις αποφεύγω, όχι εσένα. Τη μαρτυρία σου που κρύβεις και ποτέ δεν θα μας πεις. Εσύ και ένας σκύλος.
Λυπάμαι που σε παρατήσαμε και ξαφνικά βρέθηκες κλειστό, άδειο και ξεχασμένο. Είχες μάθει κι εσύ μαζί μας στα όνειρα. Είχες μάθει να μπαινοβγαίνουν φίλοι και μυρωδιές φαγητού να σε γεμίζουν.
Τώρα βρίσκεσαι κλειστό και μόνο, να αναρωτιέσαι πως έγιναν όλα έτσι, γιατί να μην είχες μιλιά να μας μιλήσεις. Να μας προειδοποιήσεις για το τι πρόκειται να συμβεί. Τώρα οι φίλοι σου σε ξέχασαν σαν να έφταιξες εσύ.
Πάντα σε υποστήριζα, δεν ξέρω αν στο έχω πει ποτέ. Από την πρώτη στιγμή έλεγα ότι εσύ ήσουν το κατάλληλο. “Επιτέλους!” Είπα όταν σε διάλεξαν και ήμουν εκεί όταν σε έντυναν με όμορφα χρώματα και σχέδια για το μέλλον. Που να ξερα. Μακάρι να σε είχα αφήσει ήσυχο με την οικογένεια με την οποία ζούσες πριν.
Άραγε τι θα διάλεγες εσύ αν μπορούσες να μιλήσεις; Θα μας ήθελες όλους εκεί να ανοιγοκλείνουμε τις πόρτες σου, παρόλη την κατάληξη ή θα προτιμούσες να μη βίωνες ποτέ τον εφιάλτη;
Μετά από τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς, ήρθα να σε επισκεφτώ πρώτη φορά για να πάρω μερικά απαραίτητα πράγματα. Λίγα καλοκαιρινά, δυο κρέμες και το φορτιστή. Φαινόσουν όπως πριν. Το ίδιο σπίτι που μας τάιζε, μας πότιζε, μας έδινε παρέα και χαρά. Το ίδιο σπίτι που πηγαίναμε όποτε η ζωή γινόταν λίγο παραπάνω απ’ όσο μπορούσαμε να αντέξουμε. Ήσουν απλά κλειστό όπως όταν κάποιος φεύγει για Σαββατοκύριακο, με λίγο φως και λίγο φρέσκο αέρα θα μύριζες και πάλι σπίτι και ξεκούραση.
Είχες μόνο λίγη ακαταστασία όπως ένα οποιοδήποτε άλλο σπίτι. Αμέσως όμως βρήκα τα σημάδια που μαρτυρούσαν όσα έζησες. Κοίταξα γύρω μου και βρήκα τις διαφορές που μόνο κάποιος που σε γνώριζε τόσο καλά όσο εγώ μπορούσε να διαβάσει.
Έπιπλα κουνημένα που δεν ήξερε αυτός που σε καθάρισε που έπρεπε να μπουν. Είχαν μείνει απάνω τους λεκέδες που ποτέ δεν θα καθάριζαν. Ήταν σε λάθος χρώμα και βρίσκονταν μέσα σε λάθος σπίτι. Εμοιαζαν να έχουν γίνει από καφέ ή από κόκκινο κρασί και όχι από αίμα.

Το μυαλό μου προσπαθούσε να επεξεργαστεί αυτά τα σημάδια. Δεν σου ανήκουν, δεν γίνεται να βρίσκονται απάνω στα δικά σου έπιπλα. Εσύ ήσουν ένα σπίτι με όνειρα και φίλους και χαρές, δε γίνεται τώρα να έχεις τόσα μυστικά.
Ήταν και κάποια άλλα που δεν κουνήθηκαν ποτέ, έμειναν εκεί στην αρχική τους θέση, να μου φωνάζουν πως κάποιος έτρεξε απότομα για να σωθεί, αφήνοντας πίσω μια ολόκληρη ζωή.
Ύστερα ήρθε η ώρα που έπρεπε να σε αδειάσουμε. Να σου τα πάρουμε όλα και όχι πιά μόνο τα αναγκαία. Ξεκίνησα από την ντουλάπα, μάζεψα όλα τα ρούχα μόνη μου. Την άδειασα όλη, από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα. Στην άφησα λευκή και κρύα.
Σου πήραμε ακόμα και τα πράγματα που σπάνια χρησιμοποιούνται, απόδειξη για το ότι κανείς δεν θα γυρίσει πια κοντά σου. Ό,τι έμεινε ήταν μόνο όσα δεν θα έπαιρνε ποτέ κανείς. Όσα δεν ήθελε ποτέ κανείς να τα κουνήσει. Σε αφήσαμε με την απορία, πως έγιναν έτσι τα πράγματα. Που πήγαν όλοι και σε άφησαν μόνο με τις αναμνήσεις και τη μαρτυρία σου.
Καθώς μαζεύαμε, ξύπνησε μέσα μου το ένστικτο του οπλίτη στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Ήθελα να κάνω πλιάτσικο, να σου τα πάρω όλα τα όμορφα πράγματα που είχες μέσα σου, να μην πάνε χαμένα. Όλα, κι ας μην ανήκουν σε εμένα.
Πόσο κρίμα, που τώρα όλα τα όμορφα πράγματά σου θα τα χαρεί κάποιος άσχετος νοικάρης. Δεν θα ξέρει τι έχεις δει και πόσα όνειρα έκρυβες μέσα σου. Εσύ και τα όμορφα πράγματά σου.
Όταν σε είχαμε πια αδειάσει ήρθα μια τελευταία φορά, μόνη μου. Σε κοίταξα απ’ άκρη σ’ άκρη, άκουσα τη σιωπή και παρατήρησα τους χώρους σου. Δεν είχες αποκτήσει ακόμα ιδιαίτερη σκόνη όμως τα μάτια μου έπεσαν πάνω σε λίγα μικροσκοπικά σκουπιδάκια που είχες πάνω στον πάγκο της κουζίνας σου.
Δεν βρίσκονταν εκεί επειδή έπεσαν σε κάποιον την ώρα που έφτιαχνε καφέ, δεν τα παράτησε κανείς εκεί, ασκούπιστα, για να τα μαζέψει το πρωί. Ήταν εκεί γιατί ήσουν μόνο, ερημωμένο και κλειστό.
Τις πρώτες φορές που μπήκα μέσα ήσουν ακόμα απλά το σπίτι των ονείρων. Το μυαλό μου προσπαθούσε να διατηρήσει την προηγούμενη κατάσταση. Όπως ένα αυτοκίνητο που αργεί να σταματήσει υποκύπτοντας στην αρχή διατήρησης της κινητικής ενέργειας. Έτσι κι εγώ δεν μπορούσα να πιστέψω πως κόπηκαν τα όνειρα απότομα, πως άλλαξες και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα από σπιτικό έγινες φυλακή.
Όμως σιγά σιγά ήρθε η κατανόηση. Σιγά σιγά ο χρόνος νίκησε. Άλλαξες κι εσύ όπως αλλαξα κι εγώ. Έχασες όλα σου τα όνειρα, έχασες τους φίλους και την αφθονία σου.
Τώρα η νέα ταχύτητα μου σφίγγει την καρδιά και μόνο απ’ έξω αν περάσω. Τώρα ένα πέπλο εγκατάλειψης έπεσε πάνω σου κι ας μην είχες γεμίσει ακόμα σκόνη.
Πήρα, λοιπόν, το τελευταίο πράγμα που θύμιζε τα όνειρα που φιλοξένησες. Ζύγιζε όσο ο κόσμος όλος κι ας χώραγε μέσα σε μια απλή τσάντα του σούπερ-μάρκετ.
Θα σε παραχωρήσει άραγε κάποιος μεσίτης στο μέλλον, φτηνά, όπως κάνουν στις ταινίες με σπίτια που έχουν σημάδια σαν και τα δικά σου; Θα αναρωτηθεί άραγε ο αγοραστής, γιατί πουλιέται τόσο φθηνά αυτό το σπίτι; Και τότε ο μεσίτης θα αναγκαστεί να αποκαλύψει τα λίγα που μόνο από φήμες, έχει ακούσει για τη μαρτυρία σου;