
Η ΦΩΤΙΑ Ή ΕΝΑ ΞΕΦΛΟΥΔΙΣΜΕΝΟ ΤΙΠΟΤΑ
Της Νικητούλας Καπελλάκη

Πέφτεις το βράδυ για να κοιμηθείς και θέλεις να ονειρευτείς
ό,τι δεν πρόλαβες στο ξύπνιο σου.
Όταν ξυπνάς, μεταμελείσαι για τους απρόσκλητους εφιάλτες…
Ξεφλούδιζες, λέει, με μανία τον φλοιό της Γης,
να χορτάσεις την πείνα σου,
να βρεις τον πυρήνα,
να ξαναγίνει ο κόσμος όπως χιλιάδες χρόνια πριν.
Να κρυφτείς στις κουφάλες των δέντρων, για να σωθείς απ’ τα θηρία.
Στους κορμούς των δέντρων η φλούδα της πείνας…
Τα δέντρα καίγονται σε συνέχειες.
Ύστερα φώλιασες στο τέταρτο πάτωμα ενός κτιρίου και στον πέμπτο όροφο ενός ουρανοξύστη. Και τα δυο κατεδαφίζονται με διαφορά δευτερολέπτων. Πάλι η φλούδα του ψεύδους… να φυλαχθείς απ’ τους ανθρώπους.
Ξυπνάς…
Θέλεις να μιλήσεις, να χαιρετίσεις, να τρέξεις μπροστά…
Οι κομμένες γλώσσες μιλούν για την ειρήνη, τα σακατεμένα χέρια κάνουν το σήμα της νίκης, τα ακρωτηριασμένα πόδια βαδίζουν προς το μέλλον σε ιστορικό χρόνο.
Ο πατέρας, ο πόλεμος, καταράστηκε τα παιδιά του… Ή φωτιά ή ένα ξεφλουδισμένο τίποτα.
