
ΤΟ ΕΠΙΘΥΜΗΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ
Της Κατερίνας Γραμματικού

Είχε από τη στιγμή που γεννήθηκε δικαίωμα στη ζωή. Ήταν υπεύθυνος πολίτης, ηθικός. Γιατί να του στερούν το δικαίωμα να επιλέξει τον θάνατό του και ελεύθερα να αποφασίζει για τον ίδιον; Δεν θα έβλαπτε κανέναν.
Είναι αδύναμος. Εμπρός του είναι το Μεγάλο Φως. Δείχνει ανήσυχος και φωνάζει: «Μην κλείνετε τα φώτα! Μα γιατί κλείνετε τα φώτα;»
Το σκοτάδι έρχεται εύκολα από τις γενναίες δόσεις φαρμάκων. Ο ηλικιωμένος ασθενής στον θάλαμο 7 πάσχει από ανίατη αρρώστια. Κανένα φάρμακο, καμία θεραπεία δεν θα επιφέρει ίαση. Πάσχει σωματικά, ο νους του παραμένει υγιής, μυαλό ξουράφι. Τι κατάρα κι αυτή, ένα υγιές μυαλό να υπομένει τον θάνατό του.
Η θυσία που ζητά, καιρό τώρα από τον θεράποντα γιατρό, δεν εισακούεται. Διατείνεται πως αντιβαίνει της ιατρικής δεοντολογίας να υποστηρίζει τη ζωή, να μην διευκολύνει κανέναν θάνατο.
Κι αν αυτά τα δυο είναι ταυτόσημες έννοιες, κάπου δεν συναντούνται;
Γιατί τον κάνουν άβουλο, να δέχεται πληθώρα φαρμάκων, όλα εκείνα τα κατασταλτικά, τα ηρεμιστικά και τόσα άλλα, για το καλό του, όταν με ένα και μόνο θανάσιμο φάρμακο, το επιθυμητό γι’ αυτόν φάρμακο, μπορούσαν να του προσφέρουν το μεγαλύτερο καλό και να μείνει για πάντα ευτυχισμένος κι ας του καταλογιζόταν ως ατομική ευθύνη –έστω μετά θάνατον! Θα σταματούσε και να φωνάζει.
«Ανάψτε τα φώτα εδώ και τώρα!»
Δεν τον υπακούνε έναν παλιό αστυνομικό και αδιαφορούν στις εντολές του. Ευτυχώς το κρεβάτι του είναι κοντά στο παράθυρο. Ένα πεταμένο σακί που βλέπει λίγο παραπάνω φως από τους διπλανούς του είναι, του αρκεί, αρκεί να μην του κλείνουν τις κουρτίνες. Ίσως η θέση αυτή να τον ανταμείβει περισσότερο, να ξεπερνά όλες τις βαθμίδες ανέλιξης στην επαγγελματική του καριέρα.
Δεν νοσταλγεί εύκολα. Καμία νοσταλγία δεν τον δεσμεύει να παραμένει στο τώρα. Θυμάται κάπου κάπου εκείνα που δεν έκανε και εκείνα που μπορούσε να κάνει, όπως για παράδειγμα αν είχε ακόμα το υπηρεσιακό του περίστροφο. Δεν δοκίμασε ποτέ να το στρέψει στον εαυτό του, συνειδητά, τόσα χρόνια πέρασαν. Τώρα όμως θα ήθελε να το είχε στο μαξιλάρι του.
Από αυτή τη θέση στο παράθυρο παρασημοφορείται καθημερινά, βλέποντας τις φυλλωσιές, οι κόρνες και το βουητό της πόλης σβήνουν και ο θόρυβος του διαδρόμου γίνεται απόηχος, συγχορδία στα τιτιβίσματα των πουλιών που απομονώνονται έξω από το τζάμι. Ζητάει να του ανοίξουν λίγο το παράθυρο. «Δεν πρέπει», του λένε. Η ελάχιστη φύση του ακάλυπτου είναι ολόκληρος ο παράδεισος. Κι όμως δεν του αρκεί.
Χαίρεται βέβαια με το κλαδί που ακουμπά στο παράθυρο. Μικρές ενδείξεις ευτυχίας τον ξεγελούν, ώστε να θέλει να παραμείνει στον επίγειο κόσμο. Όταν φυσάει, οι φυλλωσιές ερίζουν το κτίριο. Με τους αέρηδες συνομιλεί, έχει διερμηνέα το δικό του κλαδί, ενός υγιούς δέντρου, αυτό με τα πολλά μπουμπούκια· να μπορούσε να κόψει ένα! Οι εποχές αλλάζουν κι αυτά θα γίνονται ξανά και ξανά μπουμπούκια πάνω στο δέντρο, όσο υπάρχει ήλιος και γερά κλαδιά σε ζωντανούς κορμούς, πουλιά θα φτιάχνουν φωλιές. Αν τους έδεναν τα πόδια και τα κρεμούσαν από το κλαδί, θα προτιμούσαν τη ζωή ανάποδα από έναν στιγμιαίο θάνατο;
Ποτέ του δεν είχε αρκετό χρόνο να νοσταλγεί, να αναπολεί τα περασμένα. Αν κάτι μπορούσε να ζητήσει, ως τελευταία επιθυμία, είναι να ερχόταν να τον δει η πρώην σύντροφός του. Φοβάται λίγο, μήπως βλέποντάς την, αποδράσει η επιθυμία θανάτου και δεν θέλει να χάνει χρόνο.
Φωνάζει πάλι τον γιατρό. Δεν έρχεται. Κανένας από το νοσηλευτικό προσωπικό δεν έρχεται πια. Τον έχουν καταλάβει και αδιαφορούν.
Όσο αυτός επιμένει, τόσο αυτοί αδιαφορούν.
Ζητάει με επιμονή το θανάσιμο φάρμακο. «Είναι καθήκον στον συνάνθρωπο», τους λέει. Επειδή κάποιο ανθρώπινο χέρι θα μεσολαβήσει στην απώλεια ζωής του; Απαιτεί απλά να συμβεί αυτό που επιζητά: τη λύτρωσή του.
Από μικρό τον μάθαιναν να κυριαρχεί στην άλογη φύση του, να μαθαίνει πώς να ημερεύει το άγριο άλογο του εαυτού του· τα πάθη και τις αδυναμίες του να τις μεταμορφώνει σε αρετές και ηθικές αξίες. Γιατί να μην είναι θεμιτή η επιλογή του μπροστά στην ώρα της Κρίσης; Ο πόνος δεν είναι επαρκής λόγος για να τους επιτάξει να τον φέρουν πιο γρήγορα στο επέκεινα το Μεγάλο Φως;

