
Ο ΠΑΡΟΠΛΙΣΜΕΝΟΣ ΥΠΟ… ΤΗΣ
Του Νικόλαου Μερεντίτη

Το καπνογόνο που θόλωσε το τοπίο, τους έδωσε τη δυνατότητα να απωθήσουν το πανικόβλητο πλήθος και να το τρέψουν σε φυγή. Η εντολή ήταν ρητή και είχε σημάνει η ώρα της εκτέλεσής της. Φωνές έντρομες ακούστηκαν σποραδικά κι ένιωθε σαν τιτάνας, έτσι όπως όριζε με τη δρασκελιά του την τροχιά του κόσμου. Τίποτα όμως, δεν μπορούσε να μετριάσει τον εκκωφαντικό ήχο των συνθημάτων, που σύριζαν τον δηλητηριασμένο αγέρα και διαπερνούσαν μέχρι και την παροπλισμένη του θωριά. Αυτοί μετράνε κέρδη κα ζημιές κι εμείς ανθρώπινες ζωές.
Η ασπίδα του είχε σημαδευτεί από θραύσμα μαρμάρου από τα σκαλιά του King George, σαν ο Μίλτος το πέταξε με επιμέλεια προς τους ομοίους του. Δεν μπορούσε να τον πάρει στα σοβαρά με το φρεσκοπλυμένο ατσαλάκωτο φούτερ, το επιτηδευμένα πετροπλυμένο τζιν και το μισό του πρόσωπο καλυμμένο με ένα πράσινο φουλάρι, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να χαθεί μέσα στο πλήθος. Πόσες φορές τον είχε δει να φοράει ακριβώς αυτή την άλλη στολή και με τη φαντασία του τον έκανε εικόνα, να την ξαναταχτοποιεί στο βαλιτσάκι, σπρώχνοντάς το κάτω από το κρεβάτι, όπως θα έκανε κι αυτός κάτι χρόνια πριν.
Είχε πάρει για ώρα στο κατόπι τον φοιτητή. Δεν θα του γλίτωνε. Ήταν συμφωνημένο με τον εαυτό του, πως σε άλλους θα τη χάριζε αλλά στους φοιτητές ποτέ. Σιχαινόταν την ξεδιάντροπη ορμητικότητά τους, την αδάμαστη νιότη τους και αυτό ήταν αρκετό άλλοθι για να τους κάμψει έννομα. Πίσω του, οι περισσότεροι δεν έλεγαν να ξεκουνήσουν μπροστά από τη Βουλή.
Θυμήθηκε το προηγούμενο βράδυ, το σύμπαν στη μοκέτα τού Χρήσου που κοιμόταν και αυτό έτοιμο να αφυπνιστεί με τον πρωτομάστορά του. Με αίσθημα ότι παραβίαζε τα μυστικά του γιου του, είχε ρίξει μια ματιά στο εσωτερικό του κάστρου, που ένα μάτσο ιππότες play mobile προστάτευαν. Σωρός από μικρά ανθρωπάκια και βασιλιάς πουθενά. Δεν είχε μάθει ακόμα την εξουσία φαίνεται και η ιεραρχία ήταν αποτυπωμένη μόνο στις σελίδες των παραμυθιών.
Το πλήθος είχε γίνει όχλος στη Καραγεώργη Σερβίας κι επιτέλους τον εγκλώβισε. Ήξερε πού να χτυπήσει για να προκαλέσει πόνο, αλλά όχι τραύμα σοβαρό και, σίγουρα, ξεχώριζε από την ποιότητα της κραυγής πότε να σταματήσει. Στιγμές μετά, μουδιασμένος, τον άφησε να γλιτώσει και έκλεισε τα μάτια του για να ανασυνταχτεί. Η εικόνα του μωλωπισμένου νέου ακόμα τρεμόφεγγε κάτω από τα βλέφαρά του: «Θα το έκανες αυτό στον γιο σου, ρε;».
