Το μυθιστόρημα “Η Κυρά του Δράκου” είναι ένα πολυεπίπεδο έργο που ριζώνει βαθιά μέσα στο σώμα και στη μνήμη της Κρήτης.
Η Άννα Στεργίου αξιοποιεί τη δύναμη του λαϊκού λόγου, τοπικά ιδιώματα, ηθογραφικά στοιχεία και ψυχογραφική διείσδυση για να πλάσει έναν κόσμο όπου ο έρωτας, το τραύμα και η κοινωνική προκατάληψη συγκρούονται με τη μοίρα και το ριζικό.
Η αφήγηση ξεκινά τη δεκαετία του 1990, σε ένα χωριό του Ρεθύμνου, και ανατρέχει στο παρελθόν, χτίζοντας τη βιογραφία του «Δράκου» – ενός άντρα σημαδεμένου στο πρόσωπο και στην ψυχή. Η συγγραφέας δεν παραδίδει απλώς μια ιστορία, αλλά μια εσωτερική τοιχογραφία της αντρικής και γυναικείας ψυχής μέσα στην επαρχιακή κοινωνία, όπου ο φόβος, η φήμη και η αγάπη συνυπάρχουν.
Το τραύμα και η κοινωνική περιθωριοποίηση
Η ουλή του Δράκου λειτουργεί ως σύμβολο στίγματος. Δεν είναι μόνο το σημάδι από τον σουγιά του Ματθαίου, αλλά και η ορατή μορφή του κοινωνικού αποκλεισμού. Η κοινότητα μετατρέπει ένα παιδικό τραύμα σε αιώνιο στίγμα, και ο ήρωας ζει ως «σημαδεμένος» από τα βλέμματα των άλλων.
Η Στεργίου ανατέμνει με ψυχολογική οξυδέρκεια τη διαδικασία με την οποία η κοινωνία κατασκευάζει το «τέρας» — ένα θέμα που θυμίζει τον Φρανκενστάιν ή τον Επαναστάτη χωρίς αιτία, μεταφερμένο στην κρητική πραγματικότητα.
Η ταυτότητα του άντρα, η έννοια της τιμής και η γυναικεία ματιά
Ο Δράκος, γιος πατριαρχικής οικογένειας, μεγαλώνει με το δόγμα ότι «οι άντρες δεν κλαίνε». Η καταπίεση των συναισθημάτων και η εσωτερικευμένη ντροπή οδηγούν στη βία και στη σιωπή. Η συγγραφέας σχολιάζει έτσι τον ανδρισμό ως κοινωνική φυλακή — μια θεματική σπάνια σε ηθογραφικό πλαίσιο.
Παράλληλα, η συγγραφέας πλέκει πορτρέτα γυναικών εγκλωβισμένων σε κοινωνικούς ρόλους: η μάνα Πελαγιώ, η θεία Ανεζίνα, η Σοφία που αγαπά σιωπηλά, η Μαρία Μακρυνάκη που παλεύει ανάμεσα στην καρδιά και στο χρέος.
Μέσα από αυτές, η συγγραφέας εξετάζει τη γυναικεία υποταγή και αντοχή, αλλά και την αργή ανάδυση της αυτογνωσίας. Στις σκηνές με την Ανεζίνα και τον κακοποιητικό σύζυγό της, η βία αποκτά κοινωνική διάσταση — δεν είναι προσωπική παρεκτροπή, αλλά σύμπτωμα μιας ολόκληρης κουλτούρας.
Ο έρωτας και η μοίρα
Ο έρωτας παρουσιάζεται ως δύναμη εξαγνιστική και καταστροφική. Ο παιδικός έρωτας του Δράκου για τη Ρηνιώ μετατρέπεται σε πόνο και μοναξιά, ενώ ο ώριμος έρωτας του δασκάλου Μορφέση και της Μαρίας αντιπαραβάλλει τη δύναμη της τρυφερότητας απέναντι στη βαρβαρότητα του κόσμο
Η αφήγηση είναι ρεαλιστική, μα με ποιητικές εξάρσεις. Ο λόγος της συγγραφέως φέρει τη ρυθμικότητα της προφορικής παράδοσης, με γλωσσικούς χυμούς από το κρητικό ιδίωμα, που προσδίδουν αυθεντικότητα χωρίς να κουράζουν.
Ο αφηγητής είναι παντογνώστης, αλλά η οπτική εναλλάσσεται, φωτίζοντας άλλοτε τον Δράκο, άλλοτε τους γυναικείους χαρακτήρες ή τον δάσκαλο Μορφέση. Η συγγραφέας συνδυάζει ηθογραφία, ψυχογράφημα και κοινωνικό ρεαλισμό, θυμίζοντας συγγραφείς όπως ο Καρκαβίτσας ή η Λιλή Ζωγράφου, με σύγχρονη ευαισθησία.
Στις περιγραφές κυριαρχεί το αισθητηριακό στοιχείο. Η Κρήτη ζωντανεύει με το φως, τις μυρωδιές, τα χώματα, τους ήχους. Η φύση λειτουργεί συμβολικά: άλλοτε καθαρτήρια, άλλοτε συνενοχή της μοίρας.
Κοινωνική και φιλοσοφική διάσταση
Πίσω από τη ρεαλιστική αφήγηση, διαφαίνεται η φιλοσοφία της μοίρας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η κοινωνία που στιγματίζει, ο φόβος του «τι θα πει ο κόσμος», η βία ως κληρονομιά, αλλά και η δύναμη της αγάπης ως αντίσταση, συνθέτουν ένα έργο με σαφή κοινωνική ευαισθησία.
Η Στεργίου ασκεί κριτική στην πατριαρχική νοοτροπία και προτείνει μια νέα μορφή ηρωισμού: όχι του ανδρείου, αλλά του ανθρώπου που μαθαίνει να συγχωρεί και να αγαπά. Η «κυρά του Δράκου» δεν είναι μόνο μια γυναίκα· είναι η ίδια η ανθρώπινη καλοσύνη που εξημερώνει το τέρας.
Η Κυρά του Δράκου είναι ένα μυθιστόρημα βαθιά ελληνικό και παγκόσμιο μαζί. Με γλώσσα πλούσια και συγκινητική, η Άννα Στεργίου ανασυνθέτει το δράμα των μικρών ανθρώπων που παλεύουν με τη μοίρα, τον έρωτα και την κοινωνική προκατάληψη.
Το έργο συγκινεί όχι με εντυπωσιακά γεγονότα, αλλά με τη σιωπηλή ανθρωπιά που αναβλύζει από κάθε σελίδα.
Η συγγραφέας επιτυγχάνει μια σπάνια ισορροπία ανάμεσα στη ρεαλιστική ηθογραφία και την υπαρξιακή ανάλυση, προσφέροντας ένα κείμενο που αξίζει να ενταχθεί στη σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία ως δείγμα ώριμου, κοινωνικού ρεαλισμού με γυναικεία φωνή.

Comments (0)