ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΦΩΤΑ ΚΑΙ ΣΚΙΕΣ
της Γ. Μπουζέα
Περιδιαβαίνοντας την πόλη τα Χριστούγεννα, νοιώθει κανείς την ψευδαίσθηση πως όλα είναι πιο διαφορετικά και ασυνήθιστα χαρούμενα σε σχέση με τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου. Τα φώτα, τα στολίδια, οι μουσικές, τα χρώματα, δημιουργούν την αίσθηση του καινούργιου, του ξεχωριστού. Όμως πόσο αληθινή, πραγματική και γνήσια είναι αυτή η εικόνα; Αν κανείς ξεμακρύνει λίγο από αυτή τη μαγευτικά γιορτινή και λαμπερή ατμόσφαιρα, θα συναντήσει τις σκιές. Αυτές που δημιουργούνται, όταν ακούσια στεκόμαστε μπροστά στο φέγγος και το λούστρο των ημερών, υπογραμμίζοντας αθόρυβα, τούτη τη σκιώδη λάμψη.
Σκιές που μας θυμίζουν όσα προσπαθούμε να κρύψουμε, άλλες φορές τεχνηέντως κι άλλες αδέξια, αλλά πάντα με την ίδια επιμονή, καθώς η πραγματικότητα μας διαπερνά σαν υπενθύμιση για όσα δεν αντέχουμε να δούμε και να αντιμετωπίσουμε. Σιωπηλά κι αθόρυβα, μας αναγκάζουν να κοιτάξουμε μέσα μας και να συνειδητοποιήσουμε ποσό αλλάξαμε! Πόσο διαφορετικοί είμαστε από τότε που με το τριγωνάκι στο χέρι περιδιαβαίναμε στα ίδια μέρη, τραγουδώντας τα κάλαντα και μετρώντας την πενιχρή μας είσπραξη, τρέχαμε στο παιχνιδάδικο της γειτονιάς για να αγοράσουμε εκείνο το πλαστικό τραινάκι ή την πάνινη φτηνή κουκλίτσα που μας έκαναν να νοιώθουμε βασιλιάδες! Που πήγε άραγε αυτή η αισιοδοξία που μας έκανε να βλέπουμε το «λίγο», «πολύ» και το «τίποτα» υπόσχεση για «κάτι»; Μετρώντας τον μίζερο μισθό ή την κουτσουρεμένη μας σύνταξη, ο βασιλιάς μέσα μας έγινε πένητας, όταν απλώνοντας το χέρι για να πάρει κάτι από το ράφι του σούπερ μάρκετ συνειδητοποίησε ότι το «λίγο» έγινε ακόμα λιγότερο και το «τίποτα» αποτελεί υπόσχεση για το «καθόλου».
Γύρω από το γιορτινό τραπέζι, κάθονται πια οι απουσίες. Οι σιωπηλές «φωνές» των απόντων που δημιούργησαν τις αναμνήσεις. Πρόσωπα που υπάρχουν στις κορνίζες της μνήμης μας και σε εκείνες πάνω στο μπουφέ. Έρχονται κάθε Χριστούγεννα. Σχεδόν απρόσκλητα. Αφού παρά την προσπάθεια να ξεχάσουμε τον πόνο που προκαλεί η απουσία τους, έχουν πάντα τη θέση τους γύρω μας. Η παλιά πορσελάνινη σουπιέρα, το γαριασμένο τραπεζομάντηλο της προίκας, η μυστική συνταγή γραμμένη ανορθόγραφα με μολύβι πίσω από το κάδρο με την «Καλημέρα», η θέση στην κεφαλή του τραπεζιού, η κάρτα ευχών από κάποιο ταξίδι, το ραγισμένο στολίδι. Όλα μοιάζουν να παλεύουν για να μας θυμίσουν την φευγαλέα μας ύπαρξη, την βαθύτερη αλήθεια της ζωής.
Περιδιαβαίνοντας την πόλη τα Χριστούγεννα, πέρα από τα φώτα και τις σκιές, ας αναλογιστούμε πως ο χρόνος δεν σταματά όσο κι αν εμείς προσπαθούμε να τον αναστείλουμε με άκαρπες και μάταιες παρεμβάσεις. Όλα αλλάζουν και περνούν. Οι στιγμές φεύγουν και δεν επιστρέφουν. Κι η ζωή προχωρά δημιουργώντας στο διάβα της εικόνες παροδικότητας, νοσταλγίας και αναπόφευκτης αλλαγής. Ας νοιώσουμε ότι το νόημα τούτης της γιορτής δεν βρίσκεται στη χαρά που επιδεικνύεται μα στην επίγνωση που κατακτάται. Στην σπάνια στιγμή της μικρής παύσης από τη βιασύνη της ζωής, που θα συμφιλιωθούμε με τις αναπόφευκτες αλλαγές και θα ελπίσουμε ξανά. Στην ανεκτίμητη ευκαιρία που θα επιτρέψουμε στα βλέμματα να συναντηθούν πραγματικά με κατανόηση και αγάπη. Στις κερδισμένες συγκυρίες για ουσιαστική καλοσύνη, αποδοχή και συγχώρεση. Στην ενδεχομένως μοναδική προοπτική να κοιτάξουμε μέσα μας χωρίς ψευδαισθήσεις. Να μας αγαπήσουμε. Να μας αγκαλιάσουμε. Ίσως με το όραμα τούτο, ρυθμίζοντας τις σκέψεις και τις πράξεις μας, καταφέρουμε να αγαπήσουμε τον πλησίον μας ως σεαυτόν, να ανάψουμε τα μεγάλα εσωτερικά μας φώτα και να σβήσουμε σκιές.
Comments (0)