Σκέψεις για τη φωτογραφία: Αλήθεια προς τα πού πάμε; Έχουμε ήδη φύγει.

του Γιάννη Κίντζιου

Ως έφηβος ή και ως φοιτητής δεν είχα άμεση σχέση με την φωτογραφία
παρόλο που το μυαλό και η σκέψη μου σχημάτιζαν συνεχώς εικόνες που
έδιναν σχήμα, χρώμα και υπόσταση στα συναισθήματα, στις διηγήσεις,
στους ήχους και στις λέξεις.

Ακόμα και σήμερα, η σχέση μου με την φωτογραφία παραμένει
ερασιτεχνική, σε ένα στάδιο γνωριμίας λίγο μετά το φλερτ. Το
ραδιόφωνο, το βιβλίο, η μουσική και ο κινηματογράφος θρέφουν ακόμα
τον νου, την ψυχή μου αν και προσπαθώ – μάταια ίσως – να βρίσκω λίγο
χρόνο για όλα αυτά που δίνουν “φροντίδα” στην σκέψη, που με
ταξιδεύουν λίγο πιο πέρα από το στενά όρια μιας πραγματικότητας που
λειτουργεί πλέον σαν μηχανή.

Μιλώντας για τη φωτογραφία, αρχικά θα ήθελα να αναφερθώ στην
δυσπιστία που μου δημιουργούσε ως μέσο για την προαίρεσή της (καλή ή κακή;)

και δεν εννοώ βέβαια την χρήση της ως μέσο
καταγραφής και ενίσχυσης της μνήμης. Επιλεκτικής ή κατασκευασμένης;

Αυτό το ερώτημα μένει μετέωρο μια και η απάντηση αποσιωπάται
σκόπιμα (μια και γνωρίζουμε την απάντηση).
Την δεκαετία του 90’, τόσο η επαγγελματική μου επαφή με την
φωτογραφία σε διάφορα διαφημιστικά project, ως φορέα του
διαφημιστικού μηνύματος, όσο και η καθημερινή έκθεση μου ή “μας“
θα έλεγα καλύτερα, σε πληροφορίες ψευδείς από την “κίτρινη”
δημοσιογραφία, που ήταν σε άνθιση από τότε, προκαταλάμβανε την
κρίση μου αρνητικά.

Δεν χρειάζεται να απαριθμήσω γεγονότα της εποχής εκείνης που
επηρέασαν τη ζωή μας και μας έκαναν να δυσπιστούμε για τις
προθέσεις μιας “νέας πραγματικότητας” που πιθανόν δημιουργήθηκε για
να εξυπηρετεί σκοπούς με αμφίβολες προθέσεις σε μια κοινωνία που
παρακολουθούσε έκπληκτη με δέος και φόβο όλα τα μεγάλα γεγονότα
που θα άλλαζαν πρώτα τις ζωές μας δραματικά αλλά και επακολούθως
την ροή της ιστορίας.
Η διάλυση της Σοβιετικής ένωσης αλλά και της Γιουγκοσλαβίας, με τον
πόλεμο να μαίνεται για χρόνια κοντά στα σύνορά μας, αλλά και τα
γεγονότα που ακολούθησαν αυτό της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, θα
μπορούσαν ενδεικτικά να αναφερθούν ως παραδείγματα. Πόλεμοι,
πόλεμοι, πόλεμοι και η ασυγκράτητη προπαγάνδα που χρησιμοποιούσε
ως μέσο κυρίως την εικόνα με έκαναν – και όχι μόνο εμένα – να είμαι
διαρκώς σε μια υπερδιέγερση για το φιλτράρισμα και εξ ορθολογισμό
χιλιάδων μηνυμάτων που λάμβανα ασταμάτητα σαν πυρ κατά ριπάς.

Δεν θα ήθελα να αδικήσω όμως την δύναμη της εικόνας ως εργαλείο
επαγρύπνησης, ενημέρωσης και πίεσης που ασκεί ώστε να
αφυπνιστούμε και να αντισταθούμε στην ανθρωπιστική και κοινωνική
κρίση που μας βάλει σφόδρα. Θα μπορούσα να αναφέρω αρκετά
παραδείγματα φωτογραφίας που ταρακουνούν, δημιουργούν συζητήσεις,
σοκάρουν τον θεατή και τον ενεργοποιούν να αντισταθεί ή έστω να
αφήσει πίσω την παθητική του στάση απέναντι στο κακό και τις αδικίες
μέσα στην καθημερινότητα χωρίς ισότητα και δικαιοσύνη.
Αρκετοί από εμάς έχουν μείνει αποσβολωμένοι και σκεφτικοί βλέποντας
φωτογραφίες όπως τον άνθρωπο δίπλα στο τανκ του Jeff Widener, το
Κορίτσι των Ναπάλμ του Φωτογράφου Nick Ut, τη φωτογραφία
“κραυγή” του παιδιού του Σουδάν μέσα από τον φακό του Cevin Carter
αλλά και φωτογραφίες του δικού μας φωτογράφου Γιάννη Μπεχράκη.

Αφήνοντας το κοινωνικό και μιλώντας σε προσωπικό επίπεδο τώρα, το
αντικείμενο την φωτογραφίας παρέμενε για μένα επίσης ιδιαίτερο και μη προσιτό.

Αφορούσε τους λίγους που γνώριζαν τ ην τέχνη των φιλμς, την χημική

επεξεργασία του “μαγικού” αυτού ρολού που αναλάμβαναν να
εκτυπώσουν τα φωτογραφεία. Ο σκοτεινός θάλαμος ή Camera Obscura
όπως λέγεται στα λατινικά παρέπεμπε σε κάτι “μυστικό” και ακατανόητο
που μόνο ειδικοί είχαν την δυνατότητα να τον χρησιμοποιούν για να
εμφανίζουν τα φιλμ ή και να τα επεξεργάζονται με “χημείες” και φίλτρα
άγνωστα αλλοιώνοντας ή ρετουσάροντας την αλήθεια. Η λέξη “εργαστήριο“

ίσως θα ταίριαζε καλύτερα, θα έδινε την σωστή βαρύτητα
στην έννοια της επικοινωνίας με πρόθεση την καθοδήγηση ή
χειραγώγηση του αποδέκτη είτε έχει να κάνει με διαφήμιση είτε με
δημοσιογραφία.

Μια Zenit, η φωτογραφική μηχανή που πατέρα μου, αποτελούσε το
πιο πολύπλοκο αντικείμενο στο σπίτι, προηγμένης τεχνολογίας μεν
αλλά και με υψηλές απαιτήσεις όσον αφορά τις γνώσεις και την τεχνική
που χρειαζόταν για να αποθανατίζει με ακρίβεια και πλούσια χρώματα
την οικογενειακή μας ζωή. Την κοιτούσα με αποστροφή αλλά και
θαυμασμό χωρίς να ήθελα όμως να εμπλακώ περισσότερο μαζί της.

Η ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας μετά το 90’, που αφορούσε
όλους τους τομείς της ζωής μας, έφερε στο προσκήνιο και την ψηφιακή
φωτογραφική μηχανή κάνοντάς την προσιτή σε όλους μας
επιτυγχάνοντας παράλληλα με ταχύτατους ρυθμούς την εξάπλωση της
εικόνας και την δημιουργία του φαινόμενου Clutter μια και σήμερα
παράγονται πολύ περισσότερες φωτογραφίες απ’ όσες μπορούν να
“καταναλωθούν”. Δεν μου αρέσει η λέξη “κατανάλωση”, ό όρος δεν είναι
ποιητικός εκφράζει όμως την σημερινή τάση δημιουργίας και
αξιοποίησης περιεχομένου, εμπορικού αλλά και καλλιτεχνικού
δυστυχώς.
Μετά από αυτήν την “παρένθεση”, που ελπίζω να μην κούρασε, θα
ήθελα να συνεχίσω για να ολοκληρώσω σχετικά με το πώς ξεκίνησε η
εμπλοκή μου με την φωτογραφία.

Δεν είμαι βέβαια κάποια εξαίρεση, ούτε κάποια πολύ ξεχωριστή
περίπτωση ερασιτέχνη φωτογράφου που έπιασε μια κάμερα στο χέρι
βλέποντας κάποιο σημάδι ή ακούγοντας ψιθύρους ή μια φώτιση ή
προτροπή από τους άλλους. Αντιθέτως είμαι κάποιος από εσάς και
όπως ισχύει για όλους μας υπάρχουν ξεχωριστοί λόγοι για τον καθέναν
που ιντρικάρουν, προκαλούν και διεγείρουν το ενδιαφέρον για να
καταπιαστούμε με κάτι.
Όπως είπα και στην αρχή , συνήθως έδινα εικόνα στους ήχους, στον
λόγο, σε συναισθήματα ή σε ότι άλλο ερέθιζε την φαντασία και τις
επιθυμίες μου. Αυτός και μόνο ο λόγος ήταν ικανός να δημιουργήσει στο
ασυνείδητό μου έναν κόσμο που αναζητούσε, με εκρηκτικό τρόπο θα
έλεγα, να βγει προς τα έξω. Αυτή η “εκρηκτική στασιμότητα της εικόνας”
που δίνει πολλαπλές ερμηνείες, εξηγήσεις και συναισθήματα αποκρύπτει
ή τονίζει κάτι από το σημαίνον απογειώνοντας έτσι το σημαινόμενον και
αυτό από μόνο του δίνει κάτι ξεχωριστό στην “ανάγνωση” μιας
φωτογραφίας.

Εξηγώντας όλο αυτό, με απλά λόγια, θα έλεγα ότι όλα τα ερεθίσματα
που λαμβάνουμε δημιουργούν “προβολές” μέσα μας που με την σειρά
τους αυτές οι προβολές δημιουργούν συναισθήματα, επιθυμίες ή και
αυταπάτες.

Ότι λαμβάνουμε ως ερέθισμα ή πληροφορία αποθηκεύεται στο
συνειδητό και ασυνείδητο. Δηλαδή λαμβάνουμε και αποθηκεύουμε
χιλιάδες μηνύματα και λέξεις, που θα τις χαρακτήριζα ως ακουστικές
εικόνες και σύμβολα, που αποτελούν μέρος του κώδικα της
συναναστροφής μας στον πραγματικό αλλά και στο φαντασιακό μας
κόσμο.

Είναι η μαγεία που προκαλούν οι ασυνείδητες ταυτίσεις μας με
κατοπτρικές εικόνες μέσα από τα μάτια μας αλλά και την ματιά των
άλλων.

Όλη η παραπάνω διεργασία υποσυνείδητα δημιούργησε την επιθυμία
φανέρωσης και καταγραφής του οπτικού μου ασυνείδητου. Αυτό ίσως
προκάλεσε την αναζήτηση αλλά και την ερασιτεχνική εμπλοκή μου με
την φωτογραφία.

Για να το πω πιο απλά, το καθρέφτισμα σε εικόνα των συναισθημάτων,
των λέξεων ή και των ήχων πάντα λειτουργούσε μέσα μου ως πεδίο
έκφρασης που έψαχνε τον τρόπο να βγει προς τα έξω, να εξωτερικευθεί.
Οι τρόποι έκφρασης αυτής της ανάγκης βέβαια ποικίλουν αλλά η τέχνη
ίσως αποτελεί έναν γνήσιο τρόπο που μπορεί να εκτονώσει όλο αυτό.

Βέβαια δεν αναφέρομαι στον υπερρεαλισμό ούτε στις απόψεις του
εκφραστή του, Αντρέ Μπρετόν, που μιλά για την ονειρική απεικόνιση
και την ανάδειξη “υλικού” από το ασυνείδητο. Μιλάω για τις εικόνες που
σχηματίζουν μέσα μας η χαρά, η λύπη, ο έρωτας, μια χρεωκοπία, μια
ανέλπιστη επιτυχία, μια επιπλέον νότα σε μια μουσική σκάλα όπως η
επαυξημένη 6η σε μια bebop ματζόρε κλίμακα (μιλώντας για την Τζαζ
που αγαπώ και για της μουσικές εικόνες) και τόσα άλλα ερεθίσματα.

Για μένα η φωτογραφία λειτουργεί ως ντοκουμέντο, απόδειξη ή και ως
κραυγή των ειδώλων και των αντικειμένων που απεικονίζει, μια κραυγή
που ξορκίζει τον θάνατο, που δηλώνει “κοίτα με, ήμουν εδώ και
υπάρχω ακόμα… τουλάχιστον μέσα σου” . Θα έλεγα ότι η φωτογραφία
δηλώνει μια άρνηση στον θάνατο, πεισματικά υποστηρίζει ότι “μια τέχνη
της στιγμής μπορεί να ελπίζει στην αιωνιότητα “.

Και αυτό ακριβώς για μένα λειτούργησε ως έναυσμα, η ελπίδα, η
ελπίδα ότι οι στιγμές – και αν όχι αυτές, τα συναισθήματα που
προσδίδουν – θα μπορούσαν να κρατήσουν για πάντα.

Έτσι λοιπόν, σε μια περίοδο ιδιαίτερης “ευαισθησίας” και άνθησης
συναισθημάτων – που προκαλεί ο έρωτας με τις “τεράστιες υποσχέσεις”
του – αγόρασα την πρώτη μου φωτογραφική μηχανή (μια υπέροχη
combat Olympus) με μια εσωτερικά παλλόμενη επιθυμία να
αποθανατίσω και να καταγράψω τα πάντα, να ντοκουμεντάρω την
πορεία προς το τέλειο θαύμα για όσο αντέξει.

Υποσυνείδητα ίσως να ήθελα να πετύχω τη μόνιμη “ορατότητα“ ή
έκθεση των παραστάσεων, των εικόνων που αποθανατίζουν ένα ταξίδι

(“ φυσικό“ και εσωτερικό) έτσι ώστε να μην συμβεί η εξαφάνιση ή ο
“θάνατός” του , ελπίζοντας δηλαδή γι’ αυτό…

Σήμερα, σίγουρα οι φωτογραφίες κάπου βρίσκονται κρυμμένες,
καταχωνιασμένες ή προσεχτικά φυλαγμένες, σαν μικρές φλόγες που
τρεμοπαίζουν και εμείς τις “κρύβουμε” με το χέρι από κάθε πνοή ή αέρα
που μέσα του θεριεύει η λήθη..
Ίσως πολλά χρόνια μετά έκπληκτα μάτια μικρών παιδιών παίζοντας και
εξερευνώντας παλαιά συρτάρια, ξεφυλλίζοντας σκονισμένα βιβλία από
μια βιβλιοθήκη, αν παραπέσει μπροστά τους μια παλιά φωτογραφία, θα
αναρωτηθούν ή θα προσπεράσουν με μια λάμψη απορίας στα μάτια, θα
γίνουν μάρτυρες και φορείς των εικόνων αυτών αγγίζοντας και
σκορπίζοντας με το βλέμμα τους την λάμψη που άντεξε την φθορά του
χρόνου δίνοντας Νόημα σε μία ιστορία…
Αλήθεια προς τα που πάμε; Έχουμε ήδη φύγει.

Εγγραφή Newsletter

Εγγραφείτε και λάβετε πρώτοι ειδοποιήσεις και προσκλήσεις για τις πολιτιστικές μας εκδηλώσεις, για τις νέες εκδόσεις βιβλίων μας αλλά και για τις προσφορές μας σε νέα και μεταχειρισμένα βιβλία…

Δεν στέλνουμε spam! Διαβάστε την πολιτική απορρήτου Πολιτική Απορρήτου μας για περισσότερες λεπτομέρειες.

Τώρα 15% έκπτωση σε όλες τις παραγγελίες και 2,50€ μεταφορικά!

Απόρριψη

0:00
0:00