
Σκέψεις για την φωτογραφία : H φωτογραφική αφήγηση & η λογοτεχνική ματιά
Του Γιάννη Κίντζιου
Η αφήγηση μέσα από την εικόνα ή τον λόγο δεν αντανακλά πάντα ένα “πραγματικό” γεγονός
αλλά μια εκδοχή ή μία οπτική του . Η χροιά, το χρώμα της φωνής, η οπτική γωνία, η
ατμόσφαιρα, μέσω των ήδη διαμορφωμένων κωδίκων ( οπτικών, ακουστικών, λεκτικών )
που έχει υιοθετήσει το εκάστοτε κοινό δημιουργεί διαφορετικές ερμηνείες. Εδώ
ανακαλύπτουμε τη μαγεία της αφήγησης, στην διαφορετική ερμηνεία ανάλογα με τις
εμπειρίες και τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε κοινού που απευθείνεται.
Θα έλεγα επίσης ότι η αφήγηση, οπτική ή μη, με την “δημιουργική” της ασάφεια μπορεί να
δημιουργεί τέχνη.
Αυτή η ασάφεια του μηνύματος αφήνει ανοικτά ενδεχόμενα, σπάει το φράγμα των ορίων της
πραγματικότητας που δημιουργούν ανεπάντεχα την θνητότητα και εγείρει ερωτήματα που
κάνουν το κοινό να συμμετέχει.
Αυτή η διεργασία του διαλόγου, της διαλεκτικής μεθόδου των θέσεων και αντιθέσεων,
προάγει την ελευθερία και εξαλείφει την παθητικότητα που είναι δυστυχώς σημείο του καιρού
μας. Αυτήν την διεργασία επιδιώκει και η τέχνη που μπορεί να είναι το οτιδήποτε εγείρει
ερωτήματα ή διεγείρει τις αισθήσεις.
Η αφήγηση όσον αφορά την φωτογραφία, για μένα τουλάχιστον, είναι μια συγκεχυμένη
έννοια, λειτουργεί όμως καταλυτικά, έντονα, παρακάμπτοντας κάθε άμυνα ή αντίδραση του
νου. Είναι κάτι που με διαταράσσει σαν λάμψη, σαν φλας ποτίζοντας και αφήνοντας
αποτυπώματα στα έγκατα του εαυτού μου.
Όταν λέω ότι είναι μια συγκεχυμένη έννοια εννοώ ότι η φωτογραφία δεν περιλαμβάνει τα
βασικά χαρακτηριστικά σημεία μιας “ιστορίας” ή ενός αφηγήματος ( δράση, μια εξέλιξη που
δημιουργεί την διαφορά, το πριν και μετά κλπ ) αλλά – εκ πρώτης όψεως – επικεντρώνεται
περισσότερο στο “μοναδικό, μη επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα του στιγμιαίου” όπως
αναφέρει ο Καρτιέ Μπρεσόν ( Cartier Bresson ). Υπάρχει δηλαδή μια αμφιβολία ή
αμφιταλάντευση ως προς την λειτουργία της φωτογραφίας ως μέσο αφήγησης.
Μια σειρά φωτογραφιών όμως; Δύο, τρεις ή περισσότερες μαζί; Δεν θα πρέπει η
αλληλουχία φωτογραφιών να επιτελεί το έργο που επιτελεί ο λόγος, γραπτός και μη, όπως
και τα θεάματα, το θέατρο και ο κινηματογράφος;
Όπως αντιλαμβάνομαι, η αφήγηση μέσα μας μετατρέπεται ή αποτυπώνεται στην μνήμη ως
εικόνα, μιλάμε για οποιαδήποτε αφήγηση, ανεξαρτήτως φόρμας ή μέσου. Ο λόγος, η
λογοτεχνία, η ποίηση, ο κινηματογράφος δημιουργούν εικόνες όπως και η κάθε λέξη, που
κωδικοποιημένη δίνει το σχήμα ενός αντικειμένου με άπειρες όμως εκφάνσεις σχέδια και
χρώματα, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία, τις εμπειρίες και τις προσλαμβάνουσες του
εκάστοτε δέκτη.
Συνεπώς ο καθένας μας αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο την αφήγηση και όσο πιο
“ποιητική” και αφηρημένη είναι, τόσες πιο πολλές ερμηνείες επιδέχεται.
Όμως για να στηρίξω την άποψη ότι τα πάντα μέσα μας παίρνουν “σχήμα” και εικόνα μέσω
των ξεχωριστών εμπειριών και στοιχείων που έχουν καταγραφή στο συνειδητό και
ασυνείδητό μας, θα αναφέρω ότι η περιγραφές αλλά και τα σχήματα λόγου όπως
παρομοιώσεις, μεταφορές κλπ συμβάλουν στην σκιαγράφηση προσώπων, σκηνικών, του
περιβάλλοντος, δημιουργούν συναισθήματα αλλά και μια αισθητική απόλαυση στον δέκτη
(αναγνώστη, ακροατή, θεατή ).
Ένα ερώτημα όμως γεννάται τώρα. Αυτή η αισθητική απόλαυση που δημιουργούν οι
αφηγήσεις μήπως θα μπορούσε να συμβάλλει σε μια πιο ευχάριστη κα ισορροπημένη βίωση
της πραγματικότητας; Εδώ ακριβώς θα ήθελα να συνδέσω κάτι που διάβασα στην
ψυχανάλυση του Φρόιντ, την αρχή της απόλαυσης ( λίμπιντο ) που προσπαθεί να
προσαρμοστεί ή να βρει νόημα στην “περιορισμένη” με κανόνες πραγματικότητα.
Μήπως τότε η τέχνη μέσω της αφήγησης και της “ικανοποίησης” που προσφέρει
(αισθητικής & συναισθηματικής), συμβάλλει στην τιθάσευση της λίμπιντο περιορίζοντας τις
υστερίες ή τις νευρώσεις; Αυτό βέβαια θα μας το απαντήσουν Ψυχίατροι, εγώ απλά
παραθέτω αυτόματα τις σκέψεις μου.
Οι εικόνες που δημιουργεί η αφήγηση, “ το κάνω εικόνα ” όπως λέμε, ενισχύουν σαν
επιχείρημα την δύναμη της φωτογραφίας ως φόρμα αφήγησης. Ενώ ο κινηματογράφος
λειτουργεί σίγουρα πιο καταλυτικά ως αφηγηματικό μέσο, η φωτογραφία λειτουργεί ίσως πιο
ουσιαστικά και διαχρονικά μιας και δίνει την δυνατότητα της παρατήρησης με έμφαση στην
λεπτομέρεια. Μετά από μια ταινία 2 ή 3 ωρών θα αποθηκευτούν στην μνήμη αρχικά του
συνειδητού και μετέπειτα του ασυνειδήτου οι πιο αντιπροσωπευτικές εικόνες, σκηνές ή
στιγμιότυπα της ταινίας που δίνουν το νόημα της κινηματογραφικής αφήγησης. Τι μας άγγιξε;
Τι μένει; Στα μάτια της ψυχής μου, σε ανύποπτο χρόνο, περνούν εικόνες από την
αφήγηση του Βιμ Βέντερς ( Wim Wenders ), στο Παρίσι Τέξας, για την περιπλάνηση του
Τράβις από την έρημο του Τέξας ως τους δρόμους του Χιούστον με τα νέον φώτα όπου και
ανακαλύπτει ζωτικά στοιχεία της χαμένης μνήμης στην θάλασσα του ανθρώπινου
παραλόγου, την μητέρα του γιού του πίσω από τζάμι χωρίς αμφίδρομη οπτική επικοινωνία
και ένα ακουστικό. Όλη η ταινία μέσα σε δύο ή τρεις εικόνες. Η δύναμη της φωτογραφίας
λοιπόν στην αφήγηση είναι τεράστια, συνοψίζει, εστιάζει εκεί που πρέπει και η φωτογραφία
του Μιούλερ ( Robby Müller ) χαράσσει βαθιά στην μνήμη τα μηνύματα της ταινίας. Αυτό
είναι ένα μόνο παράδειγμα μέσα στα εκατοντάδες παραδείγματα ταινιών που χαράχτηκαν
στην μνήμη των θεατών πέρα από κάθε “rating”, “ranking” ή κριτική.
Βλέπω επίσης συχνά τον εαυτό μου, από το πίσω κάθισμα ενός ταξί, σε διάφορες πόλεις
του κόσμου να παρακολουθώ με έκπληξη και περιέργεια τις ιστορίες των επιβατών τους, μια
αφήγηση του Τζιμ Τζάρμους ( Jim Jarmusch ) στην ταινία NIGHT ON EARTH, για το φόβο
της μοναξιάς, για όσα συνδέουν ανθρώπους διαφορετικών προελεύσεων, για την
πολυπολιτισμικότητα των σύγχρονων κοινωνιών.
Κάποιες φορές, τρομάζω βλέποντας τον εαυτό μου να κοιτά πίσω από το παρμπρίζ ενός
αυτοκινήτου τον κόσμο να ξεμακραίνει και να μικραίνει σαν κουκκίδα ανήμπορος να
δραπετεύσω από ένα πεπρωμένο χωρίς ελπίδα(εικόνα “κλειδί” της ταινίας “Σκοτεινό
ποτάμι” ). Η αφήγηση του Κλιντ Ίστγουντ ( Clint Eastwood ) στην ταινία του “Mystic River”,
μέσα από την ιστορία τριών φίλων μετά από ένα φόνο, δεν χρειάζεται να ξετυλιχθεί σε
παραπάνω από τρεις ή τέσσερις φωτογραφίες και όλες υπάρχουν στα ράφια του μνήμης
μέχρι να ζωντανεύσουν και να τρυπήσουν με σουβλιές την συνείδησή μας σε ανύποπτες
στιγμές.
Η δύναμη και η επίδραση της φωτογραφίας ως αφηγηματικό μέσο δεν είναι συντριπτικά
απροσπέλαστη και ισχυρή μόνο στον κινηματογράφο. Απλά αναφέρθηκα στον
κινηματογράφο μια και αυτό μου ήρθε πρώτο σαν παράδειγμα έχοντας παρακάμψει τα πιο
συνήθη και κοινά φορμάτ περιεχομένου με εικόνες. Η αφήγηση με εικόνες, όσο και αν
αμφισβητείται, λειτουργεί έντονα μέσα από τις χιλιάδες εικονογραφημένες ιστορίες σε
περιοδικά αλλά και μέσα από τόσα φωτογραφικά δοκίμια, εκθέσεις, έρευνες, λευκώματα και
ρεπορτάζ σε επικίνδυνες ή μη ζώνες του πλανήτη κλπ κλπ.
Τα φωτορεπορτάζ του Ρόμπερτ Κάππα ( Robert Capa ) για τον Ισπανικό εμφύλιο ή την
Ιαπωνική εισβολή στην Κίνα αποτελούν ορόσημο για την αφηγηματική φωτογραφία. Οι 26
φωτογραφίες του Robert Capa που δημοσιεύθηκαν το 1938 με την επικεφαλίδα “This is
War!” έκαναν τρομερή αίσθηση όπως βέβαια και η φωτογραφία με τον Ισπανό
Πολιτοφύλακα που σκοτώνεται σε μια μάχη στην Ανδαλουσία το 1936.
Σε ένα βιβλίο για την φωτογραφία, ιδιαίτερης αξίας, του Στηβ Έντουαρντς ( Steve Edwards) ανακάλυψα τον Ρότζερ Φέντον(Roger Fenton ) που κάλυψε τον Κριμαϊκό πόλεμο του
1855(ίσως είναι ο πρώτος που κάλυψε με πλούσιο φωτογραφικό υλικό πολέμους ). Πολλές
φωτογραφίες του έμειναν στην συλλογική μνήμη, βέβαια ήταν φωτογραφίες στημένες χωρίς
δράση μια και τότε η τεχνολογία δεν βοηθούσε ιδιαίτερα τους φωτογράφους που
κουβαλούσαν τον βαρύ εξοπλισμό τους και τον έστηναν με κόπο σε διάφορα ενδιαφέροντα
σημεία. Η φωτογραφία “Στην σκιά της κοιλάδας του θανάτου”,1855, είναι ιδιαίτερα
απόκοσμη & ατμοσφαιρική και είναι από τις πιο γνωστές του.
Μια και μιλήσαμε για την εποχή του Ρόμπερτ Κάπα και την φωτογραφία ντοκουμέντο
(ντοκυμαντέρ ), θα ήθελα να προσθέσω και μια άλλη ιδιαίτερη περίπτωση φωτογράφου, του
Άρθουρ Ρόθσταϊν ( Arthur Rothstein ), που μετακίνησε και φωτογράφισε ένα βαριά
αλλοιωμένο κρανίο μοσχαριού από το γρασίδι σε μια ξέρα συμβολίζοντας έτσι τις
επιπτώσεις της ξηρασίας στην γη και στον φτωχό πληθυσμό της. Η φωτογραφία, εκείνη την
εποχή, θεωρήθηκε προϊόν προπαγάνδας, δεν θεωρήθηκε αντικειμενική αλλά
κατασκευασμένη. Το αναφέρω όμως για να ενισχύσω την άποψη της δύναμης της εικόνας
που δεν είναι τελικά μια απλή αναπαράσταση της πραγματικότητας μια δεδομένη στιγμή
αλλά αντιθέτως μπορεί να μεταφέρει ένα ισχυρό μήνυμα καταρρίπτοντας έτσι την “στατική”
και στιγμιαία διάσταση που της έχουν προσάψει. Η εικόνα γίνεται αφήγηση, διαμαρτυρία,
ένα παγκόσμιο κεφάλαιο μια αιφνιδιαστική γροθιά στον εφησυχασμένο, στενό, “ανίδεο”
χώρο του μυαλού μας.
Αναφερόμενος στην φωτογραφική αφήγηση , αναρωτιέμαι αν μπορώ να προσθέσω ως
στοιχείο δημιουργίας την “λογοτεχνική ματιά” του φωτογράφου, το ποιητικό του ύφος, μια
και αυτό το στοιχείο από μόνο του θα μπορούσε να συνδέσει την τέχνη με το ντοκουμέντο. Η
σκέψη μου αυτή προήλθε μάλλον από την θέση του μεγάλου φωτογράφου Γουώλκερ Έβανς
( Walker Evans ) για το ντοκιμαντέρ και την διάκρισή του σε απλό ντοκουμέντο και
“ντοκιμαντέρ με στυλ”. Δηλαδή ένα απλό ντοκουμέντο μπορεί να είναι η ακριβής καταγραφή
ενός σημείου εγκλήματος από τον φακό της Αστυνομίας, αντιθέτως το “ντοκιμαντέρ με στυλ”
εμπεριέχει αισθητική και στυλ.
Όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Steve Edwards, αρκετοί παλαιότεροι φωτογράφοι
ντοκουμέντων δεν συμφωνούσαν με την άποψη του Γουώλκερ Έβανς και θεωρούσαν την
δουλειά τους ως καταγραφή του γεγονότος χωρίς “καλλιτεχνική” προσέγγιση ή αξία. Όμως
βλέποντας σήμερα τις φωτογραφίες του μεγάλου φωτογράφου παρατηρούμε ότι οι λήψεις
του,αν και αφορούν καθημερινά θέματα, τόπους, αρχιτεκτονική και παραστάσεις της τότε
Αμερικανικής κοινωνίας, εξακολουθούν να ασκούν επιρροή στους σύγχρονους
φωτογράφους στην προσπάθειά τους να τεκμηριώσουν τον κόσμο. Η διαχρονικότητα και το
βάθος του μηνύματος μιας φωτογραφίας τελικά εξαρτώνται από το “βλέμμα του
φωτογράφου”. Όλοι μπορούμε να κρατάμε ένα στυλό ή μια φωτογραφική μηχανή χωρίς
όμως αυτό να σημαίνει ότι είμαστε λογοτέχνες ή φωτογράφοι.
Πάντως ο Γουώλκερ Έβανς με την συμμετοχή του στο project καταγραφής και απεικόνισης
των κακουχιών της Μεγάλης Ύφεσης στις ΗΠΑ, μαζί με άλλους σημαντικούς συναδέλφους
του όπως την Ντοροθέα Λανγκ ( Dorothea Lange ), αλλά και την μετέπειτα έκδοση του
βιβλίου του American Photographs το 1938, που περιλαμβάνει αστικά τοπία, πορτραίτα και
στιγμιότυπα δρόμου σε Αμερικανικές πόλεις θα επηρεάσει όλους τους μετέπειτα μεγάλους
φωτογράφους όπως τον Ρόμπερτ Φρανκ ( Robert Frank ) που με μια παρόμοια ειλικρινή και
τολμηρή προσέγγιση καταγράφει την μεταπολεμική Αμερικανική κοινωνία στο βιβλίο του The
Americans το 1959. Η τόλμη του έγκειται στο ότι θρυμματίζει ή κλειδωνίζει την λαμπερή
φήμη του Αμερικάνικου ονείρου παρουσιάζοντας με το έργο του θέματα όπως την φτώχεια,
τις ανισότητες και τον ρατσισμό αποκαλύπτοντας το πραγματικό θλιβερό πρόσωπο της
Αμερικής.
Για να επιβεβαιωθεί όμως για μια ακόμη φορά η σημαντικότητα της “ λογοτεχνικής ματιάς “
στην αφήγηση του φωτογράφου, θα μεταφέρω εδώ αυτό που είπε ο Κέρουακ ( Jack
Kerouac ) για τον Ρόμπερτ Φρανκ: «Μ’ εκείνη τη μικρή φωτογραφική μηχανή του που την
κρατάει με το ένα χέρι, κατάφερε να ρουφήξει ένα θλιμμένο ποίημα μέσα από την Αμερική
και να το μεταφέρει στο φιλμ, παίρνοντας τη θέση του ανάμεσα στους τραγικούς ποιητές του
κόσμου».
Ίσως με αυτές τις λίγες λέξεις του Κέρουακ, του μεγάλου αφηγητή των δρόμων, μας γίνεται
πιο κατανοητή η δύναμη της εικόνας ως αφηγηματικό εργαλείο. Είναι ο ίδιος που τιμά τον
φωτογράφο ποιητή αλλά και ο ίδιος που θεωρεί τον συγγραφέα…σκηνοθέτη. Έναν
σκηνοθέτη “γήινων ταινιών με χορηγούς τους Άγγελους του Παραδείσου” όπως έλεγε και ο
ίδιος..
Σχόλια (0)