Ο ΜΕΝΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΜΕΝΟΥΝ ΣΠΙΤΙ ΜΕΡΟΣ 4ο
Ξύπνησα μ’ έναν πόνο στον λαιμό κι ένα βουητό στ’ αυτιά μου. Η μαμά πήρε τηλέφωνο τον γιατρό και το απόγευμα θα πήγαινα στο ιατρείο του.
Ανέβασα και λίγο πυρετό!
Ωχ, λέτε να κόλλησα κορώνα;
Ο μπαμπάς με ρωτούσε συνέχεια αν μπορώ να μυρίσω, δίχως να καταλαβαίνω το γιατί, ενώ η μαμά άλειψε στο μέτωπό μου λίγο “νεράκι ιερό” (;;;).
Καλέ τι φοβούνται; Εγώ δεν φοβάμαι καθόλου! Το ξέρω πως όλα θα πάνε καλά.
Εξάλλου, δεν είναι η πρώτη φορά που αρρωσταίνω! Ε! Μεγάλοι; Ψυχραιμία! Ο γιατρός μας περίμενε όπως πάντα στο ιατρείο του…
Αυτή τη φορά τελειώσαμε πολύ γρήγορα.
Τόσο γρήγορα που στενοχωρήθηκα, γιατί δεν πρόλαβα να παίξω στο τραμπολίνο που έχει στο σαλόνι, έξω από το γραφείο του. Μόνο όταν φτάσαμε στο σπίτι, θυμήθηκα τον Λευτέρη! Αχ! Ο Λευτέρης!
Τον φαντάστηκα να περιμένει μπροστά στην οθόνη, να με ψάχνει κι εγώ να μην είμαι εκεί!
Πώς μπόρεσα να του το κάνω αυτό; Γιατί να μην σκεφτώ να τον ειδοποιήσω νωρίτερα;
(άλλο ένα μυστικό που μου έμαθε η κυρία Μυρτώ: ενημερώνω πριν αλλάξω κάτι!). Αμέσως έτρεξα στο τηλέφωνο. Ο μπαμπάς σχημάτισε τον αριθμό και σύντομα άκουσα τη φωνή του μπαμπά του.
– Τι έγινε; Τι πάθατε; Ανησυχήσαμε, μου είπε.
Του εξήγησα τι συνέβη και ζήτησα να μιλήσω στον Λευτέρη.
Σε λίγα λεπτά τον είδα και πάλι στην οθόνη μας.
– Γεια σου Λευτέρη, είπα με φωνή που έτρεμε σαν χορδή ξεκούρδιστης κιθάρας.
Μια καινούρια γρατζουνιά φαινόταν στο μάγουλό του…
– Συγγνώμη Λευτέρη, δεν ήμουν στο σπίτι. Πήγα στον γιατρό.
Ο Λευτέρης άρχισε να χτυπάει δυνατά τα χέρια του.
– Λευτέρη, καλά είμαι, μην ανησυχείς! Κι άλλες φορές έχω αρρωστήσει και έχω γίνει καλά! Κοίτα! Παίρνω και το σιρόπι μου και ήδη νιώθω καλύτερα!
Συνέχισε να χτυπάει τα χέρια του και να κουνιέται μπρος-πίσω.
Θυμήθηκα τα λόγια της κυρίας Μυρτώς “δώσε του λίγο χρόνο!”. Και κάθισα έτσι και τον περίμενα ώρα πολλή.
Ο κύριος Σωτήρης της μαμάς είχε από ώρα τελειώσει να μιλάει και το πρώτο σκοτάδι είχε αρχίσει να πέφτει.
– Λευτέρη συγγνώμη. Δεν ήθελα να λείπω σήμερα. Αύριο θα είμαι εδώ και θα προσπαθώ να είμαι εδώ κάθε ημέρα. Το ήξερα πως δεν με ξέχασες. Το ήξερα πως θα με περιμένεις. Είσαι φίλος κολλητός! Μόνο που τρόμαξες και φοβήθηκες. Θες να κάνουμε γύρω-γύρω με τις καρέκλες μας;
Ναι!