Με μια ματιά πλημμυρισμένη από μύρα, με μια σχεδόν παιδική αθωότητα, ο Βασίλης Σαμοΐλης μιλά για τη λύτρωση μέσα από την ένωση δύο ανθρώπων –που αφήνονται σ’ ένα γεμάτο πάθος φιλί σαν εκείνο των μοντέλων του γλυπτού του Ροντέν– και πλάθει εικόνες: οι δύο μορφές, εκείνη του άνδρα και της γυναίκας, αλληλομπλέκονται σε ένα παιχνίδι ονείρου.
Ο ποιητής κοινωνεί, με ευγένεια και φινέτσα, το άχραντο μυστήριο του έρωτα και κάτω από ένα μπαλκόνι, όπου στέκουν ένα μικρό γαρύφαλλο κι εκείνη, τραγουδά για το άφθαρτο φιλί, την ευλογία του γυναικείου κορμιού, τις ορμές του πάθους του.
Τα ποιήματα του Βασίλη Σαμοΐλη φέρουν κάτι από τη δροσιά, την αμεσότητα, τον ρυθμό του δημοτικού τραγουδιού. Είναι απλά, όμορφα, λιτά, άμεσα, κάποια θυμίζουν στίχους που τραγουδήσαμε, και είναι βαθιά ερωτικά.