«Οι άνθρωποι από τη στιγμή που γεννιούνται πλέουν μέσα σε ατελείωτα ταπεινά ένστικτα και πάθη. Αγωνίζονται να τα τιθασεύσουν. Το μυαλό εργάζεται σκληρά και στο φως και στο σκοτάδι. Το σώμα ακολουθεί. Είναι πιο οκνηρό αυτό. Άμα δεν βουλιάξεις στην πρώτη καταιγίδα, είσαι καταδικασμένος να παλεύεις με τα κύματα μέχρι να μην σου μένει πια πνοή».
Κι όταν παίζαμε τη ζωή μας κορόνα-γράμματα, εμείς πάντα διαλέγαμε τα γράμματα, γιατί τα περνούσαμε για χαλικάκια, που θα μας έδειχναν το δρόμο… Για πού; Δεν ξέραμε! Τον δρόμο προς τα εμπρός, τον δρόμο της επιστροφής;
Έτσι αναποφάσιστοι σταθήκαμε μια ζωή. Ίσως έπρεπε να χτίσουμε με αυτά τα χαλίκια μια γέφυρα να περπατήσουμε πάνω της, να γεφυρώσουμε τα χάσματα του μέσα και του έξω μας. Στο τέλος, ας στρώναμε πετρόχτιστα αλώνια να αναμετρηθεί με τον θάνατο ό,τι απόμεινε απ’ τη ζωή που παίχτηκε κορόνα-γράμματα.