
Του Επαμεινώνδα Κοντίδη
Τη Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025 και ώρα 11.35 η Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, δέχθηκε επίθεση. Μέλος του ελληνικού Κοινοβουλίου έσπασε προστατευτική τζαμαρία με τη συνδρομή ετέρου ατόμου, επιτέθηκε σε τέσσερα έργα τέχνης του Χριστόφορου Κατσαδιώτη (με τίτλους: «Εικόνισμα 1ο», «Εικόνισμα 16ο», «Εικόνισμα 17ο», «Ο Άγιος Χριστόφορος»), τα απέσπασαν βίαια από τον τοίχο και τα πέταξαν στο δάπεδο, με συνέπεια τη θραύση τους. Τα έργα εξετίθεντο στο Μεσοπάτωμα, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ενδιάμεσος Χώρος», στην έκθεση με τίτλο «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου», που έχει επιμεληθεί η Συραγώ Τσιάρα (εγκαίνια στις 22 Ιανουαρίου).
Σ’ αυτήν περιλαμβάνονται έργα 10 καλλιτεχνών που «από διαφορετικές αφετηρίες εναγκαλίζονται και εικονίζουν το αλλόκοτο, το υβριδικό και το γκροτέσκο», αναφέρει το site της Εθνικής Πινακοθήκης σχετικά.
Τα έργα που ώθησαν τον συγκεκριμένο στην πράξη αυτή, ήταν ένα «Παραμορφωμένο εικόνισμα της Παναγίας με τον Χριστό αγκαλιά» (άτιτλο), ενώ σε άλλο ο Άγιος Γεώργιος εμφανίζεται ως «O Χασάπης της Λεωφόρου».
Ο δράστης, που συνελήφθη για διακεκριμένη περίπτωση φθοράς, παρέμεινε φρουρούμενος από αστυνομικούς σε χώρο της Πινακοθήκης, καθώς η ΕΛΑΣ ανέμενε οδηγίες από τον Εισαγγελέα για τα περαιτέρω, δήλωσε: «Δεν είχα διάθεση να χαλάσω αυτά τα περίφημα έργα τέχνης, αλλά οπωσδήποτε δεν
μπορείς να τα αφήσεις και στον τοίχο κρεμασμένα, να τα βλέπουν τα παιδιά μας». Το γεγονός έγινε πρώτο θέμα της επικαιρότητας, ξεσήκωσε δηλώσεις, σε ασύλληπτη ομοφωνία καταδικαστικές, που μπορεί να συνοψιστούν:
«Πρόκειται για μια πράξη βάναυση, αποτρόπαιη και απολίτιστη. Η καλλιτεχνική ελευθερία στη χώρα μας είναι και οφείλει να παραμείνει αδιαπραγμάτευτη. Το γεγονός ότι η επίθεση προέρχεται από δημόσιο πρόσωπο, και μάλιστα μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου, προξενεί ακόμη μεγαλύτερη κατάπληξη!»
Στο προφανές δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης της καταδικαστέας πράξης ή διαφοροποίησης στην οπτική θέασης και προσέγγισής του. Λίγα από όσα ακολούθησαν αξίζει να υπενθυμιστούν, για να πάμε σε κάτι που προηγήθηκε.
Ως Πόντιος Πιλάτος η ΥΠΠΟ, κα Λ. Μενδώνη είχε αναφέρει: «Το υπουργείο Πολιτισμού δρώντας πάντοτε με γνώμονα την προστασία της εν γένει πολιτιστικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς της χώρας, ουδέποτε προβαίνει σε ενέργειες λογοκρισίας».
Ποιος άραγε ο γνώμονας και ποιες οι δράσεις;
Η Διευθύντρια ΕΠΜΑΣ προχώρησε σε ειδική «ξενάγηση» και συζήτηση με δημοσιογράφους, όπου παρουσιάστηκε και το ΣΥΜΠΤΩΜΑ (τι άλλο στο βωμό του θεάματος!) με τα έργα να βρίσκονται πεσμένα στο έδαφος και τις κορνίζες του σπασμένες, όπως ακριβώς δηλαδή τα άφησε ο βουλευτής μετά την επίθεσή του,
προκειμένου να «είναι ορατά τα ίχνη της βίας και του βανδαλισμού ως σύμπτωμα». Επειδή ακριβώς «η καταδικαστέα αυτή πράξη θα πρέπει να καταγραφεί στη δημόσια σφαίρα ως ένα γεγονός που πρέπει να στηλιτευτεί από όλους μας», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο επιμελητικό κείμενο.
Αν είχαμε με δημοσιογραφική ιδιότητα κληθεί στην ειδική «ξενάγηση», θα την παρακαλούσαμε να σχολίαζε τούτο: «Αντί να εκπαιδεύομε το κοινό, προσφέροντάς του εμπνευσμένα έργα τέχνης, εκπαιδεύομε τους καλλιτέχνες πώς να εξασφαλίζουν τα εισοδήματά τους… Η αποτυχία μας να αναπτύξομε τα κριτήρια του κοινού, σημαίνει ότι το μεταχειριζόμαστε με πλήρη αδιαφορία».
Η Διευθύντρια απολογήθηκε συγκεκαλυμμένα: «Ως ιστορικός τέχνης μελετά και την ορθόδοξη εικονογραφία και δεν είχε ποτέ την πρόθεση να προσβάλει το θρησκευτικό συναίσθημα των πιστών, ούτε πρόκειται να το κάνει ποτέ». Συμπλήρωσε, μάλιστα, ότι τα έργα του Κατσαδιώτη δεν είναι λατρευτικά, αλλά σχετίζονται «με την κοινωνική κριτική που κάθε σκεπτόμενος καλλιτέχνης οφείλει να ασκεί» (στο συγκεκριμένο σε ποιον; Τι;) και συμπλήρωσε ότι πρόκειται για ένα καλλιτέχνη, που μιλάει για σκοτεινές πλευρές του ψυχισμού μας, για το αλλόκοτο και το γκροτέσκο που είναι ένα κομμάτι όλων μας. «Οι καλλιτέχνες με έναν τρόπο το φέρνουν μπροστά μας και δημιουργούν εικόνες, που μπορούν να αποκαλύψουν όντως πτυχές του τέρατος, που ίσως κρύβουμε όλοι μέσα μας», προσέθεσε. Εμείς πάλι, αν δεν έχει αντίρρηση η Διευθύντρια, έχομε την άποψη ότι «η πιο περίπλοκη επαχθής και βασανιστική πλευρά της δουλειάς του καλλιτέχνη ανήκει αυστηρά στην περιοχή της ηθικής: απαιτείται απόλυτη εντιμότητα και ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό του, δηλ. εντιμότητα και ειλικρίνεια απέναντι στο κοινό».
Το θέμα άραγε, ήταν η συνηγορία στην ελευθερία του καλλιτέχνη, ή το αν οι συγκεκριμένες ΤΗΣ επιλογές, είχαν θέση στην Πινακοθήκη; Μην μπορώντας, εικάζομε να αποφύγει τελείως το θέμα αυτής της ευθύνης (πλαγίως) «άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο στο άμεσο μέλλον να αλλάξουν αποφάσεις που σχετίζονται με τη χρήση των χώρων της Εθνικής Πινακοθήκης, καθώς και με την εκθεσιακή της πολιτική». Ακολούθησε: «Σωρεία απειλών και ύβρεων κατά των εργαζομένων της Εθνικής Πινακοθήκης αναγκάζουν τη διεύθυνση του οργανισμού να αποσύρει προς το παρόν από το πάτωμα τα έργα».
Εμείς, με άλλες «παρωχημένες» αντιλήψεις, νομίζομε ότι «οι υπεύθυνοι για την πολιτισμική πολιτική θα έπρεπε να ενδιαφέρονται να δημιουργήσουν κάποιο κλίμα, κάποιο επίπεδο καλλιτεχνικής παραγωγής, αντί να “πασάρουν” στο κοινό σκανδαλωδώς κίβδηλο κι επίπλαστο εμπόρευμα, διαφθείροντας αμετάκλητα το γούστο του».
«Η εν λόγω δωρεά δεν εμπίπτει στον γενικότερο σχεδιασμό μας»
Λίγο καιρό πριν, η Διευθύντρια είχε δεχτεί μια πρόταση σημαντικής δωρεάς πινάκων στην ΕΠΜΑΣ: ζωγράφος και αγιογράφος, σύνθεσε, απόκτησε και έχει συγκεντρώσει, αποτελώντας έργο ζωής, μια πραγματικά «μικρή πινακοθήκη». Αδυνατώντας να πραγματοποιήσει το στόχο του κι έχοντας στην κυριότητά του τη σειρά των πενήντα πέντε (55) πινάκων, σύγχρονων ζωγράφων και δικών του, τους έστειλε (καθ’ υπόδειξη) σε συνημμένο pdf για δωρεά άνευ όρων (μόνη επιθυμία του δωρητή, αν ήταν δυνατόν, οι προσφερόμενοι πίνακες στην ολότητά τους, να αποτελέσουν μια αυτοτελή ενότητα-ομάδα) στην Εθνική Πινακοθήκη για να αποτελούν κτήμα του ελληνικού και παραέξω κοινού, στον πλέον ιδανικό χώρο – Οργανισμό. Μάλιστα, επικαλέστηκε και την προδιατυπωμένη άποψή της.
«Οφείλουμε να ιστορικοποιούμε το παρόν μας, να το καταγράφουμε, να το παρακολουθούμε και να εμπλουτίζουμε τις συλλογές μας με τη σημερινή τέχνη». Η απάντηση όμως ήταν απορριπτική (!!!): «Μετά λύπης μας σας πληροφορούμε ότι δεν δυνάμεθα να ανταποκριθούμε θετικά στην πρότασή σας, λόγω του ότι η εν λόγω δωρεά δεν εμπίπτει στον γενικότερο σχεδιασμό εμπλουτισμού των συλλογών του μουσείου μας, το οποίο ακολουθεί συγκεκριμένες πολιτικές και κριτήρια για την απόκτηση νέων έργων»…
Μετά την έκφραση θερμών ευχαριστιών για την ευγενική πρόθεση και την ιδιαίτερη εκτίμηση στην μακροχρόνια και κοπιώδη προσπάθεια συγκέντρωσης των πινάκων, ήλθε η απερίφραστη απόρριψη «λόγω του ότι η εν λόγω είναι ‘‘εκτός γενικότερου σχεδιασμού εμπλουτισμού’’ και το Μουσείο ακολουθεί
‘‘συγκεκριμένες πολιτικές και κριτήρια’’».
Απ’ την ανάληψη καθηκόντων προέδρου (1917) της Εθνικής Πινακοθήκης ο Ζ. Παπαντωνίου φρόντιζε με αγορές σε κράτος εμπόλεμο, τον εμπλουτισμό της με έργα πολλών Ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών (Γύζη, Παρθένη, Μαλέα, Λύτρα, Θεοτοκόπουλου) τώρα χαρίζονται και «δεν κάνουν», είναι «εκτός σχεδιασμού» και «συγκεκριμένων πολιτικών και κριτηρίων»…
Ούτε επιλογή μερικών έστω, ούτε προθυμοποίηση διοργάνωσης μιας έκθεσης αυτών των προς δωρεά πινάκων κι ας έβλεπαν αντιδράσεις του κοινού – επισκεπτών (ενώ τα έργα του κ. Κατς!), ούτε επίκληση έλλειψης χώρου, ούτε κατοχής άλλων έργων των συγκεκριμένων ζωγράφων. Ούτε τυχόν νύξη για τη συνέχιση της πολιτικής των παραρτημάτων της Πινακοθήκης σε Κέρκυρα, Αίγινα, Ναύπλιο, Σπάρτη, με σκοπό την αποκέντρωση της εικαστικής τέχνης στην περιφέρεια!!! Ούτε συνεργασία με άλλες Πινακοθήκες, δημοτικές, ιδιωτικές κ.λπ. να προωθηθούν κάπου οι πίνακες…
Να ξαναειπούμε ότι πρόκειται για την Εθνική Πινακοθηκη, που αποτελεί το θησαυροφυλάκιο της νεώτερης ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Ανάλγητα κι αμετάκλητα κλείσιμο πόρτας και «κάντε ό,τι θέλετε τους πίνακές σας – πετάξτε τους στην τελική…», η σιωπηρά απάντηση με υπογραφή μιας κυρίας της Γραμματείας της Δ/νσης. Σε αντίφαση και ασυνέπεια με τα λεγόμενα σε πρόσφατη δήλωση της Διευθύντριας: «Οφείλουμε να ιστορικοποιούμε το
παρόν μας, να το καταγράφουμε, να το παρακολουθούμε και να εμπλουτίζουμε τις συλλογές μας με τη σημερινή τέχνη»…
Η μη κατονομαζόμενη, στην απορριπτική της δωρεάς απάντηση, π ο λ ι τ ι κ ή εικάζεται ότι ήταν η επιλογή πινάκων με τις «σκοτεινές πλευρές του ψυχισμού μας, για το αλλόκοτο και το γκροτέσκο που είναι ένα κομμάτι όλων (;)… οι πτυχές του τέρατος που ίσως κρύβουμε όλοι (;) μέσα μας»!
Χωρίς αναφορά στο ποιοι ήταν οι ζωγράφοι των προς δωρεά πινάκων και τα ίδια τα έργα τους, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν ήταν «εμπορικοί» και προκλητικοί και να διερωτηθούμε, αν το ΣΥΜΠΤΩΜΑ της απόρριψης μιας τέτοιας δωρεάς (και σημαντικής, ας προστεθεί, οικονομικής αξίας πινάκων), είναι βαρύτερο και πιο ανησυχητικό της καταδικαστέας πράξης του βουλευτή.
Αυτό το σύμπτωμα, όσο κι αν διαλαληθεί, δε θα ξεσηκώσει τη φωνακλάδικη συσπειρωμένη κατακραυγή κατά του θύτη. Εμείς πάλι ακροαζόμαστε τον περίφημο Ρώσο Αντρέι: «Σχεδόν έχομε λησμονήσει εντελώς την ομορφιά ως κριτήριο τέχνης. Κοντολογίς την επιθυμία να εκφράσομε το ιδεώδες. Κάθε εποχή τη σημαδεύει η αναζήτηση της αλήθειας. Όσο φοβερή κι αν είναι η αλήθεια, συμβάλλει στην ηθική υγεία ενός έθνους».
Μετά το άλλο, το κραυγαλέο ΣΥΜΠΤΩΜΑ, η Δ/ντρια δε σκέφτηκε ν’ αναλάβει ευθύνες, προβληματιζόταν για «αλλαγή της εκθεσιακής της πολιτικής». Μακάρι αυτή που θα εμπνευστεί, να καταπολεμούσε στους ανθρώπους την έλλειψη της παραμικράς ανάγκης για το ωραίο ή το πνευματικό, που τους κάνει να καταναλώνουν ό,τι «καλλιτεχνικό» τους προσφέρεται, σαν coca cola. Να παύσει το κοινό να τρέφεται με φρικτά υποκατάστατα και οι άνθρωποι των θέσεων, σαν της Δ/ντριας, να ενδιαφερθούν να του ενσταλάξουν λίγη καλαισθησία και να υποβοηθήσουν την καλλιέργειά της.
Μακάρι, τέλος, η Δ/ντρια να είναι στα θέματα «στέγης των πινάκων» στην Εθνική Πινακοθήκη, που αποτελεί το θησαυροφυλάκιο της νεώτερης ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, πιο ανθρώπινη και συμπονετική απ’ αυτούς που την επέλεξαν στη θέση της κι εφαρμόζουν ανάλογες πολιτικές για στέγη, πρώτη κατοικία και τα άλλα προβλήματα που δυσκολεύουν τη ζωή των ανθρώπων…
Σχόλια (0)