
ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ 5 ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣ_ ΒΡΑΔΥΑ ΠΟΙΗΣΗΣ 4.5.2025
της Γεωργίας Μπουζέα
1.ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΠΙΠΕΡΗΣ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ ΡΙΓΟΣ, 2. ΕΛΕΝΗ ΤΣΙΟΥΛΗ ΑΡΕΣ ΜΑΡΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΧΑΡΕΣ, 3. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΖΩΗ ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ ΓΗ ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ, 4. ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ΓΙΑ ΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΠΟΛΥΤΙΜΗ, 5. ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ_ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΑΛΛΑΖΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ.
Γιατί γράφει κανείς;
Πολλές φορές κλήθηκα να απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση. Τόσο στους άλλους όσο και στον εαυτό
μου. Και κατέληξα πως δεν υπάρχει μόνο μια απάντηση. Ή πιο σωστά δεν υπάρχει καταφατική
απάντηση η οποία να αποτελεί κοινή παραδοχή. Φράση με τελεία. Μόνο φράσεις που τελειώνουν με
ερωτηματικό. Κι ο καθένας από εμάς, μπορεί να επιλέξει μια από αυτές, κάποιες από αυτές, ή και όλες
μαζί, ανάλογα με τη στιγμή, θέτοντας ένα ακόμα ερώτημα στα πολλά και προκλητικά ερωτήματα της
ζωής.
Γιατί γράφει κανείς;
Για να εκφράσει τις ανησυχίες του; Να ξορκίσει τους φόβους του; Να νικήσει τον θάνατο αφήνοντας το
μικρό του αποτύπωμα στην αιωνιότητα; Να αυτοθεραπευτεί; Να δραπετεύσει από τη στυφή
καθημερινότητα που βίαια τον περιβάλλει; Πολλά και ατέλειωτα τα ερωτηματικά, που καταλήγουν σε
μια αδιαμφισβήτητη διαπίστωση. Για όποιον λόγο κι αν επιλέξει κανείς να εκφραστεί μέσω της γραφής,
δωρίζει το «είναι» του και την ψυχή του, βορρά στον Μινώταυρο της κριτικής και της αμφιβολίας.
Αισθάνομαι γι’ αυτό, βαρύ στους ώμους μου τούτο το πουπουλένιο φορτίο, να διαβάσω την ψυχή του
Δημήτρη, της Ελένης, της Παναγιώτας, του Νικόλα και του Νίκου και να μιλήσω γι’ αυτά που μας
δώρισαν.
Μέσα από τη γραφή τους, οδηγήθηκα σ’ ένα φιλοσοφικό ταξίδι βαθιάς ενδοσκόπησης της ανθρώπινης
ύπαρξης και της ζωής. Είδα μέσα από την ψυχή τους, τις πιο όμορφες εικόνες.
Είδα τον έρωτα.
Τον κυρίαρχο ηγεμόνα της φύσης, που γκρεμίζει τις νόρμες της ηθικής και της ανηθικότητας. Τον
διεκδικητή της ευτυχίας, που τρέφει τους κτύπους της καρδιάς και δίνει φιλί ζωής. Αυτόν που θρηνεί
μετρώντας τα χαμένα σημάδια μέσα από την απουσία. Που οδηγεί σε χίμαιρες, σε άυπνες νύχτες, στην
προσομοίωση της κάλπικης ευτυχίας. Που γίνεται κηπουρός σε μαραζωμένους παραδείσους, στο
περιβόλι της μνήμης και ταξιδεύει ανοχύρωτος στους αιώνες με εισιτήριο διαρκείας, μέσα σε μικρούς
θανάτους και πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα. Τον έρωτα που μέσα από ανηφόρες και κατηφόρες
ψάχνει για την Ανάσταση. Για το alter ego του, στα όνειρα, στις αντανακλάσεις της λατρεμένης μορφής.
Στους άκαιρους και αναίτιους γυρισμούς, όταν το τέλος φωτίζεται από σκουριασμένα λυχνάρια και
εύκολες συγγνώμες που χάνονται. Στον έρωτα που θα χαθεί μέσα απ’ τον δρόμο του προκαθορισμένου
προορισμού.
Αμέτρητα τα συναισθήματα που γεννά η ζωή. Και σε τούτες τις σελίδες, συναντήθηκα με τα
περισσότερα.
Συναντήθηκα με τη θλίψη.
Για τη μοναξιά, τον καταπατημένο εγωισμό, την ταπείνωση, για την άρνηση της δειλής ευκαιρίας,
θλίψη της παραίτησης, της άλογης προσμονής, της αναίτιας αισιοδοξίας, της αθέλητης επιστροφής,
των χαμένων ονείρων για τον λάθος χρόνο και τη λάθος στιγμή, για την ανάσταση που δεν έρχεται.
Ένοιωσα την έξαψη του πόθου.
Για τα δώρα της ζωής, για το πρώτο φιλί, για τη στιγμή, το γνώριμο άγγιγμα, το μαργιόλο βλέμμα. Το
διαρκές δόσιμο και την προσφορά χωρίς αντάλλαγμα, για το παραμύθι με τις νεράιδες, για τη μυρωδιά
της οικείας ανάσας. Με τον πόθο για τις χαμένες ευκαιρίες, το χαμένο μερτικό στην αγάπη και στον
έρωτα.
Αντάμωσα την αναπόληση και τη νοσταλγία.
Μέσα από τη συνεχή παρουσία του χαμένου, την παραίσθηση και την επιθυμία που στέρεψε το πηγάδι
της και το γέμισε με δάκρυα. Νοσταλγία για τα λόγια που έγιναν εικόνες και μετά χάθηκαν.
Αναπόληση γι’ αυτούς που στόλισαν με την ύπαρξή τους τον κόσμο μας. Που καρίκωσαν με την
ακάματη φροντίδα τους, ό,τι η ζωή ξέφτισε. Που διέλυσαν με το βλέμμα τους κάθε σκοτάδι. Ζωές που
αφιερώθηκαν να πληρώνουν χρέη, χωρίς να μετρούν απώλειες.
Νοσταλγία για τους αγαπημένους που με την απώλειά τους, δίδαξαν ότι η επίγεια ζωή είναι απλά μια
δοκιμασία που θα μας οδηγήσει στο επόμενο βήμα. Στην αιωνιότητα.
Συμβίωσα με τη μοναξιά.
Που μέσα απ’ τον θρήνο, ανεβαίνει τη σκάλα μέχρι το τέλος και οδηγεί στη γνώση. Που ακροβατεί
ανάμεσα στην εμμονή για το παρελθόν και στον φόβο για το μέλλον. Τη μοναξιά που γεννιέται
λαθραία, μέσα από τη συστηματική αναδίφηση στα περασμένα.
Πάλεψα με τον θυμό.
Θυμό από ζήλια και πέρα από τα όρια της λογικής. Δημιούργημα του μυαλού που δωρίζεται,
αφιερώνεται, υποδουλώνεται και κατασπαράζεται. Θυμό για το φως που γίνεται τυραννία, φωτίζοντας
τα χαμένα και τα ανεκπλήρωτα. Για την ξεγελάστρα πραγματικότητα που έφτυσε τα όνειρα.
Λαβώθηκα απ’ τον πόνο.
Που κυριεύει τις σκέψεις και την ύπαρξη. Τον πόνο της έλλειψης, που παίζει κρυφτό με το σκοτάδι και
το φως κι αφήνεται να ματώσει. Πόνο της μνήμης και της λήθης, του αγγίγματος και του χωρισμού. Τον
πόνο που γίνεται παράπονο για τη ζωή που αναμφίβολα θα τελειώσει.
Θαύμασα την πίστη.
Στον άνθρωπο, τον διαυγή, τον ειλικρινή, σ΄ αυτόν που άοκνα σκάβει τις πιο μύχιες σκέψεις του για να
βρει την ταυτότητά του και οδηγεί την ύπαρξή του στα άκρα που μπορεί, αλλά και σ’ αυτά που δεν
μπορεί, για να αλλάξει τον κόσμο.
Για τον άνθρωπο που αγαπά και συμπονά κάθε τι που ανασαίνει, προσπαθώντας να δώσει νέα ζωή σε
ότι χάθηκε. Μέσα από τη συγχώρεση.
Πίστη για τον άνθρωπο που τιμά την ελευθερία, θεωρώντας ότι είναι ο μόνος δρόμος που θα τον
οδηγήσει στη γνώση, στη λύτρωση από τον ηθικό ξεπεσμό και την παρακμή, στην αλήθεια και την
ηθική, στην ατομική ευθύνη. Πίστη στην αγάπη πέρα από τις προκαταλήψεις της διαφορετικότητας, της
θρησκείας, της φυλής. Πίστη γι’ αυτόν που δε μένει άπραγος παρατηρητής αλλά δημιουργεί αξίες και
ιδανικά, και κατακρημνίζει τη θλίψη των αδικημένων. Τον άνθρωπο που κοιτά μπροστά και
μετουσιώνει τα αποκαΐδια σε λαχτάρα.
Γέλασα με την ψυχή μου.
Παρατηρώντας τη ζωή και τα ευτράπελα που η κατά τα άλλα ζοφερή πραγματικότητα δημιουργεί,
αναγνώρισα ότι το γέλιο, σαν εναλλακτική Αγιουρβέδικη τεχνική, δρα θεραπευτικά, στρογγυλεύοντας
τις αιχμηρές διατυπώσεις, σε κάθε δύσκολη κατάσταση. Είναι η ικανότητά μας να ξεγλιστράμε και να
δραπετεύουμε από τα δύσκολα, με οδηγό το καλοπροαίρετο χιούμορ και την ακούσια δράση της
φύσης μας για την αναζήτηση της χαράς και της ευχαρίστησης, ως αντίδοτο στη ρουτίνα και στο άγχος
της καθημερινότητας.
Πέντε λογοτέχνες, πέντε ψυχές, έπιασαν καθεμιά από έναν τοίχο του μυαλού μου κι έπλεξαν για μένα
το πιο σεντεφένιο εργόχειρο, παίρνοντας ο καθένας από μια άκρη. Ένα εργόχειρο που είναι για μένα
έπαθλο ζηλευτό.
Κρατώ απ’ τον καθένα τους ένα μαργαριτάρι.
- Πετώ από πάνω μου τα βαρίδια της απελπισίας και παλεύω με γατίσια νύχια για το χωρίς όρια όνειρο,
με ό,τι όπλο μου έδωσε η ζωή. Γιατί όπως λέει ο Δημήτρης :
«Για άλλους είναι η ζωή δαμάστρα και γι’ άλλους μια πινελιά». - Θεωρώντας ότι για να συμβάλουμε έστω και με ένα ψήγμα προσπάθειας στην καλυτέρευση του
κόσμου που ζούμε, οφείλουμε να ξεκινήσουμε από την έσωθεν βελτίωση, ορίζω το χιούμορ ως το πιο
χρήσιμο εργαλείο που θα εκφράσει τόσο την ατομική όσο και τη συλλογική ατέλεια, με τρόπο που θα
αμβλυνθούν οι γωνίες, χωρίς ωστόσο να υποτιμάται ή να αμφισβητείται η σοβαρότητα των
καταστάσεων.
Γιατί όπως λέει η Ελένη :
«Μα ας μην κοροϊδευόμαστε
Σας λέω νέτα σκέτα
Πως αν αβγά δε σπάσουμε
Δεν κάνουμε ομελέτα» - Συνεχίζω να μάχομαι και να κάνω τις ήττες και τα λάθη μου ένα δάσος όπλα, ενάντια στον φόβο της
απόρριψης. Γιατί όπως λέει ο Νικόλας :
«Όποιος δεν κάνει λάθη, δεν κάνει τίποτα». - Θυμάμαι να μην ξεχνώ. Ό,τι όμορφο και ό,τι άσχημο κουβαλώ, με ανοιχτή καρδιά και κάνω τον
απολογισμό μου. Γιατί όπως λέει η Παναγιώτα :
«Μην ξεχάσεις. Στην τελευταία πρόβα είναι που φαίνονται τα μικρά». - Επιλέγω να αγαπώ και να ελπίζω χωρίς όρια. Γιατί όπως λέει ο Νίκος :
«Προσκυνούμε έναν κόσμο που φτιάξαμε με άλλους αλλά υπάρχει πια χωρίς αυτούς, και είναι έτοιμος
να υποδεχτεί με πρωτάκουστες τιμές άλλα πρόσωπα, νέους ολόδροσους έρωτες».
Σας ευχαριστώ.
Σχόλια (0)