Το στοχαστικό πνεύμα της ποίησης από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τη β΄ μεταπολεμική περίοδο

Της Μαρίας Καρυτινού

Σύμφωνα με τον Οδυσσέα Ελύτη «Η ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την
έχει ο θάνατος»
. Ο λογοτέχνης, ο στιχουργός, ο ποιητής, ποιεί, πλάθει, αναπλάθει, διαγράφει,
οδοποιεί με την ιδιότητα του πνευματικού ανθρώπου την έναρξη μιας ποιητικής ζωής, για ν’
αναδυθεί το ατελεύτητο φως των λέξεών του, ώστε να συγκροτήσει στίχους, στροφές. Ο ζωτικός
χώρος της ποίησης είναι το σημείο συνάντησης του υπερβατικού και του παράλογου, η συνεύρεση
του μερικού με το ολικό, του πεπερασμένου με το άπειρο, προκειμένου ο δημιουργός να εξυψώσει
την ανθρώπινη ζωή, να οξύνει τη σκέψη, να ψυχαγωγήσει, να πλουτίσει το κενό της υλικής
φτώχειας της κοινωνίας μας, να μεταμορφώσει την εμπειρία σε μνήμη, τη μνήμη σε έκφραση, την
ύλη σε μορφή. Ο ποιητής υποτάσσει το πάθος του, μετατρέποντας τα προσωπικά του βιώματα, τις
προσδοκίες του σε δημιουργικά έργα, όπου με την παρουσία της παράδοσης να διατηρήσουν την
υπόστασή τους στον χρόνο.

Τα έργα τούτα των ποιητών ανταμώνουν τον χρόνο, ως σοφό και άξιο κριτή, που τα
στεφανώνει, τα αφανίζει ή τα εκδικείται χωρίς έλεος, ώστε το εφήμερο να καταστεί αιώνιο,
προστατευμένο από την ανίερη ανθρώπινη επέμβαση ή από την αρπαχτική λαιμαργία της
λησμονιάς.

Η τέχνη του ποιητικού λόγου δεν εξαντλείται στο εξωτερικό περίγραμμά της, αλλά ο
καλλιτέχνης, από εσωτερική ανάγκη, γεννά πνευματικά έργα, αθάνατα από τη θνητή φύση αυτού
έργα που ανασυνθέτουν και ανασυγκολλούν κομμάτια ζωής που ίσως ήταν προορισμένα να
βουτήξουν στην αφανή χρονική ροή. Ο δημιουργικός λοιπόν νους των ποιητών, ως μοίρα,
συντηρεί ιδέες, αισθήματα, ιδανικά, γεγονότα ιστορικά ή μη, σώζοντάς τα από το χείλος της
φθοράς, στον ιερό χώρο της μνήμης, χάρη στην παράδοση.

Έτσι, η χωρική λογοτεχνική ποίηση από τα τέλη του 19 ου αιώνα μάς δίνει ποιητικές
προσωπικότητες που θ’ αφήσουν τα χνάρια τους, πάνω στα οποία θα βαδίσουν οι κατοπινές
γενιές. Ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Σικελιανός, ο Βάρναλης, ο Εγγονόπουλος, ο Καρυωτάκης, ο
Ελύτης, ο Ρίτσος, η Πολυδούρη ονοματίζονται ως ισχυρές φυσιογνωμίες, πολυφωνικές, αγνοώντας
πολλές φορές τα φραστικά και διανοητικά κλισέ, αναστατώνοντας με τη γραφή τους τη λογική. Οι
στίχοι τους είναι σπαρμένοι ελεύθερα, με θέματα ιδιότυπα, ανθρωποκεντρικά, αποτυπώνοντας το
όραμα ενός βέλτιστου κόσμου σε πανανθρώπινη κλίμακα. Οι ποιητές αυτοί καταθέτουν στο βωμό
της ποίησης τη γονιμότητα της σκέψης τους, τον διηνεκή ποιητικό τους οίστρο, τη στοχαστική τους
πρωτοτυπία, αφού έχουν δοκιμαστεί από τη μοίρα και τη ζωή.

Οι ποιητές ανεξάρτητα από τα ρεύματα και τις σχολές που ασπάστηκαν, Ρομαντισμός,
Νεορομαντισμός, Συμβολισμός, Νεοσυμβολισμός, Υπερρεαλισμός, δημιουργούν μια ποιητική ύλη,
φέροντάς την στην ύπαρξη εκ του μηδενός, αφού η ύλη τους είναι πνευματική και πυρήνας αυτής
είναι η ίδια η ζωή. Φυσικά, η οποιαδήποτε μορφή τέχνης και ιδίως η ποίηση δεν είναι αυτούσια η
ζωή, μα παρομοιάζεται σαν τον ίσκιο αυτής. Γι’ αυτό και σύμφωνα με τον Πάμπλο Νερούντα « Η
ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν, αλλά σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη», έστω κι αν
ίσκιο, σαν ένα ερωτικό μήνυμα για μια αγάπη που δίνει νόημα στη ζωή, ώστε η Μαρία
Πολυδούρη να ξεχειλίζει από την ανάταση του έρωτα και του θανάτου γράφοντας: « Δεν
τραγουδώ, παρά γιατί μ’ αγάπησες στα περασμένα χρόνια…και σε βροχή και χιόνια […] μόνο γιατί
τα μάτια σου με κύτταξαν με την ψυχή στο βλέμμα […] μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα» (Μ.
Πολυδούρη, «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» από τη συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν», 1928).
Οι ποιητές, σε όποια γενιά κι αν ανήκουν, όπως και όποια οδό εκπροσώπησαν και
εκπροσωπούν, επιτελούν μια τομή του προσωπικού τους κόσμου και της κοινωνίας, ώστε
αποξενώνοντάς την από το όλο, φωτίζουν εκείνο που προβάλλεται εμπρός τους χρονικά και
χωρικά, όπου με τη γεύση της γλώσσας και της γραφής να αποθέσουν πάνω στο χαρτί την
απέραντη βουή της ψυχής τους. «Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις και να μας πληγώσεις / μα
έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί/ κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να
δώσεις/ κι ήταν το χαμόγελό σου σαν έτοιμο σπαθί» (Γ. Σεφέρης, «Ερωτικός Λόγος» Δεκέμβριος
1930).

Άλλωστε, όπως λέγει και ο Ρίτσος η ποίηση είναι «άφεση…αφού από πουθενά μην περιμένεις
έλεος» παρά μόνο από τη δύναμη της ποιητικής τέχνης, καθώς εκεί δα ο καλλιτέχνης καταθέτει την
φλογερή πεμπτουσία του εσωτερικού του κόσμου, φιλώντας τα χείλη του λαού του σαν ανάσα
ανοιξιάτικης πνοής, προσφέροντας ψυχική ευφορία. «…και εσύ έρωτα/ εκατόφυλλο πορφυρό μου
ρόδο/ που γεννήθηκες μέσα από τις φλόγες/ σαν έκαιγαν οι άπιστοι/ μια νύχτα δίχως σελήνη/ την
Αγία Τραπέζα/ όπου φύλαγαν οι θνητοί τα μυστικά της καρδιάς τους/ γίνε το κάλεσμα της μούσας
[…]στα άηχα μονοπάτια της σιωπής μου…» (Γ. Ρίτσος, «Ωδή στον Έρωτα», 1935).

Στα μεταπολεμικά χρόνια, οι ποιητές αυτοί, Σεφέρης, Ελύτης, Εμπειρίκος, Ρίτσος, κρατούν
έντονα τη δημιουργική τους παρουσία και μεταβαίνουν ποιητικά στο χωράφι της ωριμότητας
ασκώντας επίδραση στη μεταπολεμική γενιά, αν και η τελευταία σκεπάζεται από την υπαρξιακή
αγωνία. Εν τούτοις, οι στίχοι τους προβάλλονται ελεύθεροι, απαλλασσόμενοι από τις επιταγές του
υπερρεαλισμού, του ρομαντισμού, του λυρισμού, όπως και προαναφέρθηκε. Ακούμε λοιπόν τον
Σεφέρη να γράφει «Στο περιγιάλι το κρυφό / κι άσπρο σαν περιστέρι/ διψάσαμε το μεσημέρι/ μα το
νερό γλυφό» (Γ. Σεφέρης. «Άρνηση», 1931) ,θέλοντας να επισημάνει πως οι αρνήσεις της ζωής μάς
ωθούν να εναρμονίζουμε το συναίσθημα με τη λογική, καθώς «η άρνηση» καθίσταται μια δύναμη,
ανώτερη από τη μοίρα, που έρχεται να αλλάξει ρότα στην όποια κατεύθυνση της ζωής». Ο ποιητής
μέσω των βιωμάτων του προτρέπει τους ποιητές της γενιάς του ν’ αλλάξουν έκφραση, διότι οι
συνθήκες της σύγχρονης κοινωνίας απαιτούν μιαν άλλη τέχνη, μιαν άλλη ποίηση που θα προκαλεί
συγκινήσεις λόγω των πυκνών νοημάτων της. Άλλωστε, ο βερμπαλισμός, ο άκρατος λυρισμός, η
κυριαρχία του πηγαίου συναισθήματος δεν αντέχουν στον ποιητικό χρόνο, αφού θα σβηστούν με το
πρώτο φύσημα του μπάτη. Τόσο ο ίδιος όσο κι εκείνοι που τον μιμήθηκαν θα βιώσουν τη
συγκλονιστική ματαίωση των επιθυμιών και των προσπαθειών τους, τη δραματική στιγμή της
απάρνησης μιας ζωής σπαρμένης με πόθο, πάθος και πνοή.

Ωστόσο, στο πριν και μετά της οριακής αυτής περιόδου (1922-1945) που οδήγησε στη γενιά
του 70, μάς δίνεται η πρώιμη ποιητική καλλιτεχνών που ξεκινούν την περιδιάβασή τους, έχοντας
πλέον γευτεί τη ρευστότητα της πολιτικοκοινωνικής κατάστασης της Ελλάδας, λόγω της δίνης του
Α΄ και Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι λογοτέχνες αυτοί στενάζουν όπως και ολόκληρη η Ευρώπη
από εκτοπίσματα που βάρυναν το παγκόσμιο στερέωμα, σφραγίζοντας την ανθρωπότητα με
τραυματικά βιώματα, δρώντας στον ψυχικό τους κόσμο, ώστε να μεταφέρουν στο λογοτεχνικό
ποιητικό βάθρο την εικόνα των μαζικών εκτελέσεων, την ηθική και βιοτική κατάρρευση, την
αλλοτρίωση, το στράγγισμα της ζωής. Εν τούτοις, η τελευταία γενιά θα επηρεαστεί δραστικά από
ποιήματα με ήθος και καθαρότητα, ποιήματα με τη μορφή γνωμικών διστίχων όπως είναι το «Άξιον
Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη – τα οποία και μελοποιήθηκαν- όπου επικαλείται σ’ αυτό το νοητό ήλιο
της Δικαιοσύνης και τη δοξασμένη μυρσίνη να μην λησμονήσει την πατρίδα του που ποδηγετείται,
ώστε να δοξαστεί. « Της δικαιοσύνης ήλιος νοητέ/ και μυρσίνη συ δοξαστική/ Μη παρακαλώ σας
μη/ Λησμονάτε τη χώρα μου/ […] τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό/ τα γυρίζω πίσω απ’ τον
καιρό/ τους παλιούς μου φίλους καλώ/ με φοβέρες και μ’ αίματα» (Οδυσσέας Ελύτης, Άσμα ΣΤ΄
«Άξιον Εστί»,1960).

Οι ποιητές λοιπόν, που κάνουν την εμφάνισή τους τη σκοτεινή αυτή περίοδο, διαθέτουν έναν
βεβαρυμμένο ψυχισμό σύμφωνα με την ηλικία και την ιδιοσυγκρασία τους. Αναπόφευκτα μέσ
από το διαρκές της σιωπής τους, γράφουν στο παρόν, ζουν το παρελθόν στο παρόν, και αναζητούν
να κρατήσουν το μέλλον με τις αισθητές και τις αδιόρατες σκέψεις τους. Η θλίψη, η συγκίνηση, οι
μνήμες τους βουτούν γοητευμένες στον βυθό της ψυχής τους και ανασύρουν στιχουργικές πτυχές,
απαλλαγμένες από τον εγωισμό και τη μικροπρέπεια. Γι’ αυτό και η λογοτεχνική τους γραφή
παρομοιάζεται μ’ ένα μυθιστόρημα που κρατεί την ελπίδα της αλλαγής, καθώς χαμένες αναμνήσεις
γίνονται ιστορίες που δεν πετυχαίνουν να ανυψωθούν, αλλά κατρακυλούν στο κενό, σαν μια στιγμή
που προσπαθεί να κρατηθεί ακόμη στο όνειρο, μια γεύση δακρύων και αλατιού που χύνονται με
ευγνωμοσύνη σ’ ένα χθεσινό βράδυ, ένα παραμύθι ως μια έσχατη ευκαιρία, μαρτυρία μιας
ιστορικής εποχής.

Κατά τον Αλέξανδρο Αργυρίου επρόκειτο για μια ποίηση φθοράς που διυλίζεται με σκοπό
την απελευθέρωση του συναισθηματικού βάρους, ώστε οι ποιητές αυτοί απαλλαγμένοι από το
γήινο σαρκίο τους να δουν πολυπρισματικά, ό,τι μπορεί να διακρίνει ένας παντογνώστης
αφηγητής, δηλαδή το κενό, το τίποτα.

Όμως όποιος περιγράφει το κενό, δεν είναι ουδείς ούτε ουδέν, αντιθέτως διαθέτει οξυδέρκεια
οραματισμό, γνωρίζοντας πως η πληρότητα των άλλων γεμίζει χαρά τον δημιουργό – ποιητή,
καθώς εισπράττει πως οι ανθρώπινες σχέσεις, αν και είναι γεμάτες πόνο μπορούν να εναγκαλιστούν
με το συναίσθημα της αγάπης, την παντοειδή μορφή αγάπης που δύναται να περιβάλλει θωπευτικά
το ανθρώπινος κέλυφος.

Τα παραπάνω απαιτούν από τους ποιητές ανθρώπινη καλλιέπεια, χάρη, αυτογνωσία, δουλική
ευλάβεια και πίστη στις αρχές και στα ιδανικά τους. Όλοι οι συγγραφείς της γενιάς αυτής οργώνουν
με ζήλο την ελληνική γλώσσα, πλέκοντας δραματικές και φιλόστοργες στροφές, χωρίς ανάσα,
χωρίς αλαλαγμό. Σ’ αυτό τον πολυδαίδαλο οίστρο του άψογου ελληνικού λόγου, ο αθλητής –
ποιητής ενατενίζει φιλοσοφικά, δραματικά, με θάρρος και αγάπη τη σαθρή πραγματικότητα και την
καθαγιάζει, αποδίδοντας αρετές, άγνωστες για τον αναγνώστη.

Παρατηρούμε πως πολλοί από τους δημιουργούς, ιδίως αυτούς μετά του 1940, αν και δεν
συμμετείχαν σε αντιστασιακά κινήματα, εν τούτοις επηρεασμένοι από τον ιδεολογικό αγώνα των
λογοτεχνών της Α΄ Μεταπολεμικής περιόδου, συμπάσχουν σιωπηλά με αυτούς, καθώς βιώνουν την
πικρία του χαμένου αγώνα που ρέει από την ήττα στη ζωή τους ή την ενοχή πως δεν πρόσφεραν
αρκετά εκεί που οι προ-συνοδοιπόροι τους θυσιάστηκαν στον βωμό για την ελευθερία.
Όσοι ποιητές γεννήθηκαν τη δεκαετία 1918-1928 βιώσαν την πολεμική και την κοινωνική
αστάθεια, ώστε να κάνουμε λόγο για ποιητές με ευαίσθητο και ευπαθή ψυχικό κόσμο, που θέλησαν
να αγωνιστούν και να εμπλακούν στην αντίσταση κατά τα χρόνια της γερμανικής κατοχής.
Επισημαίνουμε, δηλαδή, μια συλλογική ομοψυχία, με κοινό σκοπό και όραμα, όπως γίνεται
αντιληπτό στα ποιήματά τους. Αυτό το ομοθυμαδόν πνεύμα δεν το συναντάμε στους ποιητές της Β΄
Μεταπολεμικής περιόδου που κινούνται σε μια αιχμηρή κοψιά ματαίωσης, εκεί που οι προκάτοχοί
τους γνωρίζουν «πως ο θάνατος και η φθορά του ανθρώπου δεν αντισταθμίζεται με καμιά
λυτρωτική μελλοντολογία, καθώς και πως η πορεία της επανάστασης και η πορεία του ανθρώπου
δεν ταυτίζονται».

Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε στην Ελλάδα βρίσκει τους ποιητές αυτούς βουτηγμένους
στον μηδενισμό, αφού η εικόνα του περιβάλλοντος κόσμου δεν είναι επαρκής για να τους
ανασύρει, ώστε να μιλήσουν στα ποιήματά τους για όνειρα, ανοιχτούς ορίζοντες, απαλλαγμένους
από τη διάβρωση και τη νάρκη που βυθίζονται. Ο κοινωνικός πόλεμος τούς τραυματίζει
ιδεολογικά, αισθητικά, ψυχικά, συνειδησιακά. Το ποιητικό αυτό πεπρωμένο «εκφράζεται με τη
μετάβαση από την κυρίαρχη απολογητική διάθεση σε μια επώδυνη κατάβαση προς τα μέσα», παρά
το γεγονός πως ηττήθηκαν χωρίς να πολεμήσουν σε κανένα χαράκωμα, παρά μόνο εισπράττοντας
την οδύνη της εφιαλτικής ατμόσφαιρας που συντρίβεται πάνω στα οράματά τους που ταλανίζονται.
Είναι φυσικό λοιπόν, να μεταφράζουν την οδυνηρή αποτυχία τους ως ενοχή μες τα έργα τους, που
είναι φορτωμένα με τραύματα, αντιλαμβανόμενοι το ανύπαρκτο κάθε προσωπικής και κοινωνικής
αλλαγής. Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης γράφει στον « Επίλογο» :
«Κι ἂν ἔφτασα τόσο μακριά, ἦταν γιὰ νὰ μὴν ἀκούσω ποὺ δὲ μοῦ ἀποκρίθηκαν
κι ἄχ, πλανήθηκα πολὺ σὲ δρόμους, ἀκολουθώντας τοῦτο ἡ ἐκεῖνο, κληρονόμος μιᾶς ἀνεξήγητης
ὥρας: τότε ποὺ ὅλα θὰ ἐξηγηθοῦν, ……χωρὶς λόγια ἢ καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχουμε καν — ὅταν, τέλος, ξαναγύρισα ἡ πόλη εἶχε
λεηλατηθεῖ, τὰ βαγόνια ἀναποδογυρισμένα, ……ἡ ἐξέγερση ἦταν πιὰ παρελθὸν κι ὅσοι ἀπομεναν ὄρθιοι πυροβολοῦσαν ἀκόμα
γιὰ ἕνα φτωχὸ ἔπαθλο στὰ ὑπαίθρια σκοπευτήρια ……καὶ τὸ βράδυ «τί ὥρα εἶναι;» ρωτᾷς, «ὀχτώ» σου ἀπαντᾶνε, μὲ τέτοιες ἄθλιες βεβαιότητες
ζοῦμε καὶ κανεὶς δὲν εἶδε τὸ ἔγκλημα — ἀφοῦ τὸ τέλειο ἔγκλημα ἔγινε ……ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ συμβεῖ…»

΄Ετσι, «οι ποιητές αυτοί ωθούνται στην ενδοσκόπηση […] στις τραυματικές νεανικές τους
μνήμες στο πολύ πρόσφατο ιστορικό παρελθόν και σε μια, όχι χωρίς την αίσθηση του φόβου […]
αντιμετώπιση του κατακερματισμένου ιστορικού-κοινωνικού παρόντος». Άρα ο λόγος τους είναι
μια μορφή εξομολόγησης, καθώς μεταδίδουν εμπειρίες της κοινωνίας και της ιστορίας τους. Η
ποιοτικά ποιητική αυτή, συνειδητά ή μη, γραφική συναισθηματική επικοινωνία, καθιστά τις λέξεις
και τα ποιήματά τους διαβρωτικά, με εικόνες που συνάδουν με τα ταραγμένα χρόνια που βίωσαν.
Σε τέτοια ποιήματα η λογική παραμερίζεται, αφού ο φόβος, η πικρία, η ανασφάλεια, η αποτυχία,
είναι αισθήματα αντιληπτά, ορατά, απόρροια των κοινωνικών πεπραγμένων.

Οι πλείστοι των λογοτεχνών της περιόδου αυτής έχουν νέες ψυχικές ανάγκες και αναζητήσεις.
Η ποίηση έχει πλέον βαθύνει σε μορφή και περιεχόμενο. Στη νέα αυτή γραφή, το μέτρο και η
ομοιοκαταληξία εγκαταλείπονται καθώς εδρεύει ο ελεύθερος πλέον στίχος. Έτσι, οι ποιητές είναι
σοβαροί, υπεύθυνοι, προτάσσοντας μια γραφή προσωπική, γραμματολογικά ξεχωριστή από τις
προηγούμενες περιόδους. Συναντάμε πολλούς διασκελισμούς, δηλαδή μη ολοκληρωμένο νόημα
ενός στίχου αλλά επέκταση αυτού και στον επόμενο, όπως και πληθώρα εικόνων που αποδίδουν με
τρόπο οπτικό και ακουστικό τα όσα εκθέτει ο λογοτέχνης. Μάλιστα, πολλοί από τους ποιητές
εμπλουτίζουν τη γλώσσα τους με θησαυρίσματα από παλαιότερους γλωσσικούς τύπους ανάλογα με
την παιδεία τους. Οι λέξεις τώρα πετυχαίνουν και εικονογραφούν τη σκληρή πραγματικότητα ή τη
γόνιμη φαντασία, όπως αυτή αποκαλύπτεται μέσα από το αόρατο ή ορατό βλέμμα του καλλιτέχνη.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, πως από τη γενιά αυτή δεν θα προσμέναμε τίποτε λιγότερο από
την τοποθέτηση ενός λόγου άμεσου, ανυπόκριτου, ειλικρινούς, γνήσιου, χωρίς υπεκφυγές, λόγου
βαθιά συντριπτικού. Γι’ αυτό άλλωστε και στο θέμα της γλώσσας, σημαντική ήταν η επίδραση του
Καρυωτάκη και του Καβάφη στο περιεχόμενο, τον ειρμό, την ιδεολογία τόσο στους ποιητές της Β΄
όσο και σ’ εκείνους της Α΄ Μεταπολεμικής περιόδου.

Αξίζει να σημειώσουμε, πως ο Ανδρέας Καραντώνης, ποιητής και κριτικός, μιλώντας και
γράφοντας για την τότε ελληνική ποίηση, αναφέρει πως «στη γενιά αυτή παρατηρείται μια βαθιά
αλλαγή στην πορεία της νεοελληνικής ποίησης. Στην αλλαγή αυτή σημαντικό ρόλο έπαιξε το
ταλέντο και η γενικότερη πνευματική στάση των ποιητών, που εγκαταλείπουν τα παραδοσιακά
σχήματα, ακολουθώντας μια πλήρη, προσωπική ελευθερία στον τύπο της μορφής» των ποιημάτων
τους.

Οι παραπάνω λοιπόν γενιές διαμόρφωσαν νέες τάσεις στον ποιητικό χώρο. Με τον όρο τάσεις
εννοούμε εμπειρίες που συλλέχθηκαν από τα χρόνια της Κατοχής και εσωκλείουν κοινωνικούς
προβληματισμούς, το νεοϋπερρεαλιστικό ρεύμα και την υπαρξιακή ή μεταφυσική τάση στην οποία
εντάσσονται όσοι λογοτέχνες μεταφέρουν στα έργα τους το μεταφυσικό στοιχείο και μεταφυσικές
γεύσεις για τη ζωή, τη μοναξιά, τον θάνατο, τον αγώνα προς επιβίωση.

Η γέφυρα που ενώνει την πρώτη και τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά γίνεται αντιληπτή από ένα
μεταβατικό κλίμα όπου το ηρωικό στοιχείο τίθεται στάσιμο, καθώς η πολιτική και η κοινωνική ζωή
της Ελλάδος δεν έχει βρει ακόμη τα πατήματά της. Η γενιά του ᾿70 βιώνει μια «σκαλωτική» άνοδο
που αφορά τους διάφορους τομείς της ζωής, αφού το λαϊκό πνεύμα μέσω της αμφισβήτησης
προβάλλεται επαναστατικό.

Η ποίηση δηλαδή της τελευταίας γενιάς είναι δραστική, αποτελεσματική, σαν μια μορφή
αυτοβιογραφίας, μια ποίηση ρεαλιστική, στοχαστική, κριτική, άλλες φορές αιχμηρή και επιθετική,
καθώς πολιορκείται από μνήμες που δεν έχουν λησμονηθεί, με αποτέλεσμα να μην μπορεί πάντα να
απαγκιστρωθεί από τον λυρισμό της. «Πώς και δεν είδες τον Άγγελο[…]να με κλέβει στο αίμα;
Πως δεν κατάλαβες το παχύ στόμα Του να σε φιλάει στα χείλια; […]Ο Άγγελος του Θανάτου είναι
[…] στη νύχτα μου στην τέφρα μου- Στα μύρα του έρωτά μας», αποτυπώνει στα ποιήματά της η
Νανά Ησαΐα, και η ποιήτρια Μαρία Λαϊνά «Το σκοτάδι δεν είναι φως /όμως ανήκει σ’ αυτό/όπως η
μοναξιά δεν είναι έρωτας /κι όμως τον αντικρίζει /μ’ ορθάνοιχτα μάτια. /Μ’ ορθάνοιχτα μάτια /μες
στο σκοτάδι /ο έρωτας παραμονεύει /τη μοναξιά μας» (Μαρία Λαϊνά, «Ανά ζεύγη» , 1970)
Έτσι, «η ιδιοτυπία του ρεαλισμού αλλά και του λυρισμού- που συναντάται στη γενιά αυτή-
μερικές φορές δημιουργεί την αίσθηση ότι προσπαθεί να καταστείλει τις λυρικές της διαθέσεις ως
κάτι επιλήψιμο, σαν μια μορφή αμαρτίας» που φυσικά αποδίδεται στις σκληρές συνθήκες ζωής. Ο
λυρισμός αυτός υποβαθμίζει, σύμφωνα με τους μελετητές, τη δομή και τη βαρύτητα του ποιητικού
της έργου, λόγω περιορισμού των επιθέτων και κυριαρχία του ρήματος και του ουσιαστικού.
Το έργο της γενιάς αυτής διαφοροποιείται ουσιαστικά, συγκριτικά με την προηγούμενη της και
με αυτή που την ακολούθησε. Μάλιστα, ο Αλμπέρ Τιμποντέ την αποκαλεί ενδιάμεση, διότι
απουσιάζει η ομοιογένεια και η στείρα ομοιομορφία, στην πλειάδα των ποιημάτων. Φυσικά,
σημαντικός καθίσταται ο ρόλος όχι μόνο των ιστορικών δρώμενων αλλά και ο τόπος καταγωγής
των ποιητών, ο τρόπος που προσέλαβαν τα τεκταινόμενα, όπως και το έργο που επέδειξαν ο
καθένας στην πορεία του, κατά τη φάση της ωριμότητας, χωρίς να αίρεται το ενιαίο πρόσωπο της
γενιάς αυτής, που αναδύεται ευπαθής, ευαίσθητη, τη στιγμή που αγκαλιάζει συνειδητά το
χαρτογραφημένο ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, μη αποστασιοποιημένη από την αγωνία, τον
προβληματισμό, τις ενοχές της για το αδιέξοδο που βιώνει η ίδια, και οι άνθρωποι που αδυνατούν
να αναπνεύσουν μέσα σ’ ένα θολό τοπίο που υψώνεται προς τον ουρανό, ποθώντας να είχε
γλιτώσει από την τραγωδία που ρίζωσε μέσα της.

Οι ποιητές του κόμβου τούτου έχουν ένα δικό τους τρόπο να χρησιμοποιούν τις λέξεις, να τις
κάνουν να ξεφεύγουν από το επιφανειακό νόημά τους, αποκαλύπτοντας τα σκοτεινά ορυχεία της
ανθρώπινης ύπαρξής τους. Οι εμπειρίες τους ξεπερνούν την ατομικότητά τους, ποθώντας να
εκφράσουν ό,τι συλλαμβάνουν με την τολμηρή φαντασία τους και το αλησμόνητο της συνείδησής
τους. Το περιεχόμενο των ποιημάτων τους διακατέχεται από ισχυρούς στοχασμούς, αισθητική
αρτιότητα, τόνο προσωπικό, αφού στα έργα τους αντικατοπτρίζεται η ασύστολα και ανελέητα
ταραγμένη εποχή τους. Σ’ αυτούς βρίσκουμε την τραγική αυτογνωσία των παλαιοτέρων ποιητών
που ταύτιζαν κι αυτοί τον έρωτα με την ποίηση, την ποίηση με τον θάνατο, την ποίηση με την
ποίηση. Η φιλοσοφία των έργων τους διακινείται σ’ έναν χώρο οραμάτων, μελαγχολίας,
ανικανοποίητου πόνου, φτάνοντας στην απώλεια, στην αποσύνθεση αλλά και στην ανασύνθεση
μέσω της ελπίδας.

Ενδεικτικό παράδειγμα καθίσταται η ποίηση της Νανάς Ησαΐα όπου στα περισσότερα
ποιήματα της «Όνειρο», «Δάκρυα και ρολόι», «Τριαντάφυλλο», «Νύχτα», ο αναγνώστης συναντά
πληθώρα εικόνων, συμπαγές στροφές με εύπλαστη φαντασία, πολλές φορές λόγο ψυχρό,
μαθηματικό, υπερρεαλιστικό. Τα πρόσωπα της ποίησής της ζουν στη λησμονιά των ποιημάτων
της «ανάμεσα στο είναι και στο μηδέν, ανάμεσα στο υπάρχειν και στην ανυπαρξία» γι’ αυτό και οι
στίχοι της έχουν «μια ιδιοτυπία, ομοιογένεια, το ζωντανό λόγο, που στις εμψυχώσεις και
μετακινήσεις των αντικειμένων, αποστρογγυλώνονται, χάνοντας το αισθητό βάρος». Μάλιστα ,
τόσο η Ησαΐα όσο και άλλοι ποιητές της γενιάς αυτής χρησιμοποιούν στη γραφή τους
συμπλέγματα φθόγγων, συνδυασμούς γραμμάτων, με σκοπό να αποδοθεί ρυθμική ηχητική, γιατί «ο
ρυθμός είναι δομή και λειτουργεί με επαναλήψεις, παραλλαγές, διαλλεκτικές σχέσεις, αντιθέσεις»,
για να χαρίσουν στον λόγο πλαστικότητα. Η τοποθέτηση των σωστών λέξεων, της μιας δίπλα στην
άλλη αποδίδουν το νόημα, την κεντρική ιδέα του δημιουργού ιδίως στην ποίηση, που δεν
επιδέχεται αλλαγές και διορθώσεις. Οι λέξεις έχουν βοηθητικό χαρακτήρα στη μορφή και στο
περιεχόμενο των στίχων. Κάθε ποίημα δομείται όχι μόνο ρυθμικά, αλλά συντακτικά και
γραμματικά. Άλλωστε, οι επαναλήψεις δομούν ισορροπίες γνωστές στον ποιητή, άγνωστες στον
αναγνώστη που όμως ο τελευταίος τέρπεται από αυτές.

Ουδείς από τους ποιητές αυτούς δεν ξέφυγαν από τη μοναξιά τους που συναλλάσσεται με
σπουδαία και άσημα πράγματα της ζωής. Γι’ αυτό και θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε πως η
ποίηση τους διατρέχει την ύπαρξή τους, με βλέμμα ανήσυχο, αγωνιώδες, αφομοιωτικό, ρυθμικό, με
κέντρα σημασιολογικά που ενσαρκώνουν ιδέες και αποκαλύπτουν καταστάσεις πυκνώδεις και
εσωτερικής ζωής.

Τούτο το ναδίρ της ανθρώπινης κοινωνίας και ιστορίας, ως χρόνια της φτωχοποίησης, είναι
εποχή κατά την οποία πολλοί λογοτέχνες δημιουργοί, βιώνουν τη φτώχεια, τα συσσίτια, την
επιθυμία τους να βροντοφωνάξουν τα ιδεώδη τους αλλά και την αδυναμία τους ν’ αντισταθούν.

Είναι τα χρόνια όπου ο λαός χτίζει την ιστορία του, αγρυπνώντας πάνω από άγραφες σελίδες που
ζητούν πληρότητα, προορισμό, μια θέση στην ελπίδα του χθες.
Τώρα πια ποιητές, πεζογράφοι, μυθιστοριογράφοι, αναδεύουν την πένα τους αντλώντας
στοιχεία από την καθημερινότητά τους, ως πηγή έμπνευσης, για ν’ αλλάξουν όσα τους επιτρέπονται
να φωνάξουν, να εκφράσουν, να χαράξουν με τη δική τους λεπίδα, μέσω των ποιητικών τους
συλλογών, που ζητούν επίμονα δικαιοσύνη. Ό,τι γράφουν δεν είναι «Μέρες και Νύχτες χωρίς
σημασία», δεν είναι «Συναίσθηση λήθης», δεν είναι απλά δυνατές ή αδύνατες περιπέτειες αλλά
είναι η ιστορία του παρελθόντος, του παρόντος και του αύριο.

Εγγραφή Newsletter

Εγγραφείτε και λάβετε πρώτοι ειδοποιήσεις και προσκλήσεις για τις πολιτιστικές μας εκδηλώσεις, για τις νέες εκδόσεις βιβλίων μας αλλά και για τις προσφορές μας σε νέα και μεταχειρισμένα βιβλία…

Δεν στέλνουμε spam! Διαβάστε την πολιτική απορρήτου Πολιτική Απορρήτου μας για περισσότερες λεπτομέρειες.

Σχόλια (0)


Αφήστε μια απάντηση

Τώρα 15% έκπτωση σε όλες τις παραγγελίες και 2,50€ μεταφορικά!

Απόρριψη

0:00
0:00