
ΑΛΗΣΤΟΥ ΜΝΗΜΗΣ
Της Έλενας Αγγελοπούλου
Τα νιάτα μας δεν τα είδαμε ν’ ανθίζουν.
Τα όνειρά μας δεν τα ζεστάναμε στα χέρια.
Τον έρωτα δεν τον κεράσαμε ιδρώτα.
Η ζωή δεν πρόλαβε να μας γνέψει.
Και τώρα τι; Τι απομένει;
Μια μάνα που πάντα θα προσμένει
κι ένας πατέρας που θα ποτίζει δάκρυα το φεγγάρι.
Ο κήπος δίχως άνοιξη θα μένει
κι η νύχτα τη μέρα με μαύρα πέπλα θα σκεπάζει.
Ό,τι και όπου να κοιτάξεις, αλήστου μνήμης θα φωνάζει,
γι’ αυτούς που παίξανε στα ζάρια
νιάτα, όνειρα, ζωές και πενήντα εφτά ανασαιμιές.
Κι έτσι όπως τερμάτιζαν την παρτίδα,
είδαν ξάφνου μες τον μαύρο τον καπνό
την τυφλή θεά με τον ζυγό στο χέρι,
που γύρεψε να φέρει τον αναπαμό σε ζώντες και νεκρούς.
Για να γλυκάνει του πόνου το μαχαίρι
και να μερέψει τ’ άδικου το θεριό.
Όμως εκείνοι τη χλεύασαν, τη γύμνωσαν, την άλειψαν ψιμύθιο
και την έσυραν, ατιμασμένη δούλα, στην αδηφάγα την αρένα.
Ιδού είπαν, δείτε την αυτή που θα μας κρίνει…
Τώρα θα γυρνά μ’ ένα ζευγάρι σανδάλια δανεικά
και πάνω στο νωπό το χώμα, «ακολούθι» θεν’ αφήνει,
σε όσους επίδοξους εραστές θα την πληρώνουνε καλά.
Comments (0)