«Συνεχίσαμε να βαδίζουμε δίπλα στα τείχη, περάσαμε τον πύργο του Μιθριδάτη, κατηφορίσαμε στον ταρσανά και στα ψαράδικα, προσπεράσαμε τα κέντρα με τη φασαρία και τα τραγούδια. Δεν ακούγαμε τίποτα, κοιτούσαμε κάτω στον δρόμο, σαν να μετρούσαμε τα βήματα που μας χώριζαν από τον προορισμό μας.Κάποια στιγμή άρχισα να απαγγέλλω ψιθυριστά, λες και φοβόμουνα μήπως πεταχτεί από καμιά γωνιά η μάνα και μας καταχερίσει.
Ο αετός και το δελφίνι (αν αυτός είναι τίτλος να φύγει)
Αργοναύτες ξεκινήσαν με καράβι την Αργώ
Για τα χρυσοπορτοκάλια έφτασαν μέχρι εδώ
Στον ωραίο μας τον Πόντο με τα πράσινα βουνά
Με τα απέραντα ακρογιάλια, με τα σκοτεινά νερά…»
Ο καθηγητής Αρχαιολογίας Τζέισον, ένα από τα παιδιά των Ελλήνων Ποντίων που δόθηκαν σε Αμερικανούς για υιοθεσία μετά τον ξεριζωμό, επισκέπτεται τη Σινώπη το 1950. Περπατώντας στη γενέθλια γη, κατακλύζεται από αναμνήσεις και αναπάντεχα ανακαλύπτει ότι δεν είναι ο μοναδικός επιζών από την οικογένειά του. Παρακολουθώντας την πορεία του, ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός της ιστορίας, εντυπωσιάζεται από τη δύναμη των ανθρώπων, ταξιδεύει μέσα από τις εικόνες των λέξεων στην ομορφιά της Σινώπης, μαθαίνει τα ιστορικά γεγονότα και συνειδητοποιεί πως, πέρα από τη ροή των γεγονότων, είναι τα συναισθήματα και οι ανθρώπινες σχέσεις που μένουν ζωντανές στην πορεία της ζωής.