Ο Φεβρουάριος έμπαινε χωρίς ντροπή απ’ τα σπασμένα παράθυρα… Το έχω ξαναπεί! Σπαραχτική η φωνή του Μάνου Καστέλη, μοιάζει με απόηχο από παγωμένα καλοκαίρια, μοιάζει με υπενθύμιση πως στη ζωή τίποτα δεν είναι ευθύγραμμο, καμία βεβαιότητα ικανή να σε παρασύρει στον μύθο του αιώνιου έρωτα.     Φύγε μου έλεγες, φύγε.
Προτού σε βγάλει ο χρόνος
έξω από την τροχιά του. Προτού γείρει θανάσιμα η μέρα
και χάσεις τις πλατωσιές της εξοχής.
Φύγε μου έλεγες, φύγε.
Και πήγαινε μου έλεγες γιατρός να γίνεις.
Να ψηλαφίζεις χαρακτήρες.
Να εξευγενίζεις χειμώνες σταχτερούς
που σ’ έρημες καρδιές έχουν φωλιάσει.
Να μεταγγίζεις πρόσχαρα πρωινά,
σ’ εκείνους που ανήσυχα κοιμούνται.
Ντύσου καλά μου ‘λεγες να μη κρυώνεις και πήγαινε
να γίνεις γιατρός.
Αδύναμες φλέβες ν’ αφουγκράζεσαι
και φως να σπέρνεις σε ξένες αρτηρίες.
Πίσω σου μη κοιτάξεις.
Τ’ ακούς;
Δεν υπάρχει τίποτα για να δεις μου ‘λεγες.
Εγώ τελείωσα.
Όταν κλείνω τα μάτια ονειρεύομαι νύχτες.
Κι όταν κλείνω με τα χέρια μου τ’ αφτιά,
ακούω γύρω μου να χορεύουν οπτασίες.

Φύγε μου έλεγες, φύγε.
Εγώ κόπηκα σε τέσσερα σταυροδρόμια.
Μ’ έχουν ξεχάσει τα επτά χρώματα
και μ’ έχουν λυγίσει τα χρόνια που γιόρταζα
μαζί με τις ροδιές τις ευωχίες.
Πάρε μαζί σου το άφθαρτο του φωτός
και πήγαινε μου έλεγες.
Και όπως σου είπα:
Γονατισμένα δέντρα και κλειστά παράθυρα
μη στρέψεις να κοιτάξεις.
Φύγε.

Κι έφυγα.
Χωρίς εκείνα τα ζεστά απομεσήμερα
που έτρεχαν μέσα μου.
Χωρίς εκείνες τις φωτογραφίες που ζωντάνευαν
εμπρός μου αστροφεγγιές και νύχτες
βελούδινες.

Από τότε,
περπάτησαν πολλοί χειμώνες επάνω μου.
Διαλυμένα τοπία,
τζάμια θολά,
βροχές ακούραστες,
μ’ έκρυψαν από σπαραχτικές φωνές
κι επίμονους ταχυδρόμους.

Μέχρι που κάποτε,
φύσηξε ένας βοριάς βίαιος
και μου ‘σκισε το εξώφυλλο και μου γύρισε
τις σελίδες.
Βήματα μνήμης άνοιξαν ρωγμές σε δρόμους
ξεχασμένους.
Κουβέντες μυστικές,
έσπασαν τα οδοφράγματα του ορίζοντα
κι επέστρεψα βαλαντωμένη στις Μυκήνες.

Έβρεχε κείνο το πρωί και οι υδρορροές στους δρόμους
τραγουδούσαν.
Συνοδευόμενη από άρωμα σιωπηλής
γειτονιάς,
έφτασα στην ξώπορτα που ξεβαμμένη ολότελα,
είχε παραδοθεί στη σιγουριά ενός φθαρμένου
σπάγκου.
Καμιά μπουγαρινιά στην αυλή.
Κανένας βασιλικός στη γλάστρα.
Χωρίς μνήμη και ημέρες ξανθές
μάταια προσπάθησε η σκουριασμένη κλειδαριά
ν’ αντισταθεί στη θέληση του επισκέπτη.
Μοσχοβολούσαν αναφιλητά τα δωμάτια.
Στο πάτωμα, φλυαρούσαν ακατάσχετα
τα θρύψαλα μιας σπασμένης ζωής.
Ο Φεβρουάριος έμπαινε χωρίς ντροπή
απ’ τα σπασμένα παράθυρα.
Τα ίχνη πάνω στο σκονισμένο τραπέζι,
σχημάτιζαν δρόμους παράλληλους
από το ταξίδι μιας αυταπάτης.
Στο προσκέφαλο, αποτυπώματα ανθρώπινης
βροχής.
Πίσω από την πόρτα, κρεμασμένο σ’ ένα καρφί
ένα μαύρο παλτό φθαρμένο.
Πού βρέθηκε τόση Αυγουστιάτικη ζέστη
στις τσέπες του;

Δε μπορεί να πέρασε από εδώ ο εαυτός μου.
Κάποιο λάθος θα έγινε.
Πρέπει να φύγω από τούτον τον αφιλόξενο
τόπο.
Πρέπει το ταχύτερο να φτάσω στον σταθμό.
Γιατί αυτή η βροχή δεν σταματάει;
Γιατί το τρένο άργησε να ‘ρθει;
Γιατί πουλάει αυτή η γριά λουλούδια σκοτεινά
στις αποβάθρες;
Αυτή η λυπημένη φωνή τι θέλει και φωνάζει
απ’ τα μεγάφωνα;
Πού έχω άραγε χαθεί;
Ποιος με ψάχνει;
Ω, αυτή η βροχή στα ρούχα μου,
η ζάλη, ο πυρετός. Ο κόσμος μια παράκρουση.

Παρακαλείται η επιβάτης που έχασε το μέλλον της,
να προσέλθει στον γκισέ του σταθμού
να παραλάβει το ξεχασμένο παρελθόν της.

Από το βιβλίο του Μάνου Καστέλη “Θαλασσογραφίες” των εκδόσεων Κομνηνός.

Εγγραφή Newsletter

Εγγραφείτε και λάβετε πρώτοι ειδοποιήσεις και προσκλήσεις για τις πολιτιστικές μας εκδηλώσεις, για τις νέες εκδόσεις βιβλίων μας αλλά και για τις προσφορές μας σε νέα και μεταχειρισμένα βιβλία…

Δεν στέλνουμε spam! Διαβάστε την πολιτική απορρήτου Πολιτική Απορρήτου μας για περισσότερες λεπτομέρειες.

0:00
0:00